Στο στόχαστρο των τουρκοκυπρίων αλλά και διεθνών παραγόντων που εμπλέκονται στην προσπάθεια λύσης του κυπριακού, βρίσκεται και πάλι το φυσικό αέριο που έχει εντοπιστεί στην ΑΟΖ του νησιού, καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει άλλη «πηγή» για να καλυφθεί το τεράστιο για τα μεγέθη της Κύπρου κόστος της λύσης του Κυπριακού.
Δεν είναι τυχαίο ότι και από κυπριακής πλευράς είχαν ακουσθεί φωνές που αφήναν ανοικτό το ενδεχόμενο της κάλυψης μέρους του κόστους της λύσης από το φυσικό αέριο, αλλά βεβαίως οι εικασίες αυτές έχουν περισσότερο επικοινωνιακό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα, καθώς ούτε τα έσοδα από το φυσικό αέριο είναι άμεσα ούτε οι συγκεκριμένες ποσότητες που έχουν εντοπιστεί αρκούν για την κάλυψη του κόστους της λύσης.
Παρά τις πρώτες εκτιμήσεις ότι το κόστος της λύσης μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 25 δις δολάρια, δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί (και ούτε θα πρόκειται για εύκολη διαδικασία) το συνολικό κόστος, καθώς αυτό θα εξαρτηθεί από τις ρυθμίσεις του εδαφικού και του περιουσιακού. Όσο περισσότερα εδάφη και περιουσίες επιστραφούν σε ελληνοκύπριους τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος των αποζημιώσεων. Αλλά υπάρχουν ακόμη και πολλοί άλλοι παράγοντες, π.χ. με βάση ποιες τιμές θα υπολογίσουν οι αποζημιώσεις (οι τουρκοκύπριοι απαιτούν να υπολογιστούν βάσει των τιμών του 1974!) ή το πώς και με ποιους συντελεστές θα υπολογισθεί το κόστος μετεγκατάστασης των τουρκοκύπριων και των εποίκων που θα μετακινηθούν. Επίσης σημαντικό κόστος θα επιφέρει, η διαδικασία προσέγγισης και σύγκλισης των δυο οικονομιών, καθώς η οικονομία στο ψευδοκράτος στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους δημοσίους υπαλλήλους και στην ετήσια επιχορήγηση της Τουρκίας αλλά ιδιαίτερα κοστοβόρα θα είναι και η αποκατάσταση της συμβατότητας των υποδομών μεταξύ των δυο συνιστούντων κρατιδίων.
Καθώς το εδαφικό και το περιουσιακό είναι το σημαντικότερο κίνητρο για αποδοχή της λύσης από τους ελληνοκύπριους είναι προφανές ότι οι μεσολαβητές θέλουν και επιδιώκουν να προβάλλουν την ύπαρξη υποτιθεμένων πηγών χρηματοδότησης. Και καθώς δεν υπάρχει άλλη επιλογή, αφήνεται να πλανάται αυτή του φυσικού αερίου.
Όμως η εικόνα αυτή είναι ιδιαίτερα θολή, κάτι για το οποίο προειδοποιούν οι ειδικοί καθώς το κόστος της λύσης πρέπει να καλυφθεί άμεσα η πάντως σε πολύ στενό χρονοδιάγραμμα, ενώ η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου και κυρίως η πλήρης οικονομική απόδοση του θα χρειασθεί αρκετά χρόνια ακόμη. Και φυσικά εάν δεν υπάρξει άμεσα εντοπισμός νέων κοιτασμάτων ,το «Αφροδίτη» δεν θα μπορέσει ακόμη και υπό τις καλύτερες συνθήκες να καλύψει το κόστος.
Σύμφωνα με τον ειδικό για τα θέματα ενέργειας της Κύπρου τον Χ. Έλληνα το «Αφροδίτη» θα χρειαστεί τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2017 για την υπογραφή της Τελικής Επενδυτικής Απόφασης (FID) και τουλάχιστον 3 χρόνια για την κατασκευή των αναγκαίων υποδομών, και έτσι η πρώτη εξόρυξη φυσικού αερίου υπολογίζεται το 2021, με τα πρώτα έσοδα να εισρέουν στα ταμεία της Κύπρου το 2024.
Όμως και σε αυτή την περίπτωση τα κέρδη της Κύπρου θα διαχυθούν στο βάθος του χρόνου της διάρκειας της Συμφωνίας για την πώληση του φυσικού αερίου κάτι που ερμηνεύεται σε μια περίοδο 15-20 ετών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Χ. Έλληνα στην καλύτερη των περιπτώσεων η αξία του Αφροδίτη δεν θα ξεπεράσει τα 9 δισ. δολάρια, (σχεδόν 600 εκ τον χρόνο), με την Κύπρο να αναμένει σχεδόν 5,5 δις δολάρια ,ποσό που θα εισπράξει σε βάθος 15ετιας.
Και όλοι αυτοί οι υπολογισμοί γίνονται υπό την αίρεση της διατήρησης στοιχειωδώς της παγκόσμιας ζήτησης στα σημερινά όρια της, αλλά και της ανταγωνιστικότητας του κυπριακού φυσικού αερίου έναντι των γειτονικών κοιτασμάτων του Ισραήλ και της Αιγύπτου αλλά και του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου το οποίο άρχισε να εξάγεται με μορφή LNG προς την Ευρώπη.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κυπριακή κυβέρνηση θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να πείσει τους ελληνοκύπριους ότι υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για την λύση του Κυπριακού, κάτι που αποτελεί και το βασικό αν όχι μοναδικό κίνητρο για την αποδοχή μιας λύσης του Κυπριακού….