Είναι γνωστό ότι οι αγορές δεν λειτουργούν στα πρότυπα κάποιου… μαντείου, αλλά ως προεξοφλητικοί μηχανισμοί. Πολλοί τις έχουν ταυτίσει με μεγάλα σκάνδαλα, ατελείωτη απληστία και φυσικά κερδοσκοπία. Όμως σε συνθήκες όπως οι τρέχουσες, τα χρηματιστήρια μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύ σημαντικό εργαλείο, αφού κινούνται με βάση τις επενδυτικές προσδοκίες και με γνώμονα το πως θα επηρεάσουν τα σημερινά δεδομένα το μέλλον. Παρέχουν, με άλλα λόγια, μία χρήσιμη προβολή του επιχειρηματικού και οικονομικού μέλλοντος.
Σήμερα, λοιπόν, οι αγορές «βλέπουν» το τέλος της πανδημίας και αρχίζουν να ενσωματώνουν τις εκτιμήσεις για την επόμενη ημέρα. ΟΙ μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες βρίσκονται σε πλήρη σύνδεση με τα ιστορικά τους υψηλά, αλλά παρατηρείται ένας ευρύτερος προβληματισμός σχετικά με το πόσο μπορούν ακόμη να ανεβαίνουν οι αποτιμήσεις.
Εκτός από την αναμενόμενη ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας την επόμενη διετία, υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα που προβληματίζουν τους επενδυτές. Ο πληθωρισμός είναι ένα μεγάλο θέμα που μπορεί πολλές φορές να μοιάζει τεχνικό, αλλά είναι απολύτως ουσιαστικό αφού επηρεάζει τις ζωές όλων. Οι πληθωριστικές προσδοκίες ενισχύονται, που σημαίνει ότι οι τιμές γύρω μας αυξάνονται και μάλιστα σε ορισμένους κλάδους, όπως λ.χ. των τροφίμων και διαφόρων εμπορευμάτων, με πολύ ανησυχητικό ρυθμό. Ένα άλλο ζήτημα είναι η απόσυρση των μέτρων στήριξης και οι επιπτώσεις για την πραγματική οικονομία.
Και για τα δύο αυτά ζητήματα οι επενδυτές αναμένουν… απαντήσεις από τις κεντρικές τράπεζες. Την ερχόμενη Πέμπτη η Κριστίν Λαγκάρντ θα δώσει στη δημοσιότητα τις αναθεωρημένες προβλέψεις για την οικονομία. Τον περασμένο Μάρτιο προέβλεψε ανάκαμψη του πληθωρισμού από 0,3% το 2020, σε 1,5% το 2021. Σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις το αποκορύφωμα του πληθωρισμού θα είναι στο τελευταίο τρίμηνο της φετινής χρονιάς στο 2% και στη συνέχεια θα ακολουθήσει πτωτική τροχιά για να διαμορφωθεί στο 1,2% το 2022 και στο 1,4% το 2023.
Όμως τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός το μήνα Μάιο ξεπέρασε μετά από πολλά χρόνια το ορόσημο του 2%. Η άνοδος οφείλεται κυρίως στις τιμές της ενέργειας, με τον δομικό πληθωρισμό (εξαιρεί ευμετάβλητους κλάδους όπως της ενέργειας) να παραμένει χαμηλά στο 1%. Όπως επισημαίνει η Oxford Economics, στους επόμενους μήνες αναμένονται διακυμάνσεις στις τιμές καθώς οι οικονομίες θα ανοίγουν και η τρέχουσα αύξηση στις τιμές τροφίμων και βιομηχανικών προϊόντων θα περάσουν στο δείκτη τιμών καταναλωτή. Προσθέτει, ωστόσο, ότι οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν αδύναμες και επομένως οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν το 2022.
Όσον αφορά τις ΗΠΑ, η Goldman Sachs εκτιμά ότι το «tapering» του QE, η σταδιακή δηλαδή απόσυρση των μέτρων στήριξης, θα ξεκινήσει στις αρχές του 2022, αφού πρώτα θα έχει ενισχυθεί το guidance το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου και θα υπάρξει επίσημη ανακοίνωση στη συνεδρίαση της Fed τον Δεκέμβριο. Ο οίκος μάλιστα υπογραμμίζει ότι η απόφαση για απόσυρση των μέτρων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της αγοράς εργασίας.
Βέβαια, σταδιακή απόσυρση των μέτρων δεν σημαίνει και άμεση αύξηση των επιτοκίων. Σύμφωνα με την Goldman, η χρονική στιγμή που θα γίνει η πρώτη αύξηση των επιτοκίων θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη «συμπεριφορά» του πληθωρισμού σε διάστημα 2-3 ετών, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στις αρχές του 2024.
Η ΕΚΤ, την ίδια ώρα, θα διατηρήσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική για το σύνολο του 2021 όμως οι πιέσεις από τα «γεράκια» του διοικητικού της συμβουλίου θα αυξηθούν. Όλα αυτά σκιαγραφούν ένα αρκετά ξεκάθαρο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι αγορές στο υπόλοιπο του 2021, ενώ συνεχίζουν να υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα αναφορικά με την μετά covid εποχή.
Ο επικεφαλής αναλυτής της Goldman Sachs, Jan Hatzius, εκτιμά ότι οι αγορές θα κινηθούν τα επόμενα χρόνια σε αντιστοιχία με την παγκόσμια ανάκαμψη, την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι κεντρικές τράπεζες και την αντανάκλαση αυτών στα επιτόκια των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Σε αυτό το πλαίσιο ο Hatzius βλέπει νομίσματα εκτός του δολαρίου να ενισχύονται, ειδικότερα το ευρώ, ενώ δείχνει προτίμηση σε εμπορεύματα όχι μόνο για λόγους κυκλικότητας αλλά και ως μία πιο μακροπρόθεσμη οπτική που σε ορισμένες περιπτώσεις – όπως τον χαλκό – σχετίζεται και με τον περιορισμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.