Το νομοσχέδιο για την αγορά ενέργειας φαίνεται ότι παίρνει τον δρόμο του για ψήφιση από την ελληνική Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα με βασικό χαρακτηριστικό την θέσπιση «οροφής» (capping) ως προς την τιμές πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στην χονδρική, ανάλογα με το είδος των μέσων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της. Με όσα είναι ήδη γνωστά από δημοσιεύματα και χωρίς να υπάρχει επίσημη ανακοίνωση οι παραγωγοί ενέργειας από μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες θα έχουν «ταβάνι» τα 110 ευρώ/MWh, οι ΑΠΕ που δεν έχουν συμβασιοποιημένες ταρίφες θα έχουν όριο τα 85 ευρώ/MWh, οι λιγνιτικές μονάδες τα 200 ευρώ/MWh και οι μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου τα 230-240 ευρώ/ΜWh. Για τους λιγνίτες η βασική υπόθεση εργασίας για την τιμολόγηση είναι το κόστος εκπομπών CO2 διαμορφώνεται στα 80 ευρώ ο τόνος ενώ για τα εργοστάσια φυσικού αερίου η τιμή του TTF είναι τα 100 ευρώ/ΜWh και η μέση αποτελεσματικότητα το 50%.
Μέχρι πρότινος το σύστημα διαμόρφωσης της τιμής χονδρικής λειτουργούσε ως εξής: Οι συμβαλλόμενοι παραγωγοί (αλλά και traders) έδιναν τιμές πώλησης ποσοτήτων ενέργειας στο σύστημα δημοπρασιών σε 24ωρη βάση για την ικανοποίηση της ζήτησης της επόμενης ημέρας. Οι προμηθευτές ενέργειας (οι εταιρίες δηλ. που πουλάνε ενέργεια στον τελικό καταναλωτή) γνωρίζουν έτσι 24 ώρες νωρίτερα το κόστος με το οποίο θα πουλήσουν στους πελάτες τους. Η τελική τιμή πώλησης χονδρικής καθορίζεται από την επάρκεια των ποσοτήτων ενέργειας στο σύστημα αλλά και τα κόστη τα οποία αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί.
Οι πρώτες μονάδες που μπαίνουν στο σύστημα δημοπρασιών είναι οι ΑΠΕ λόγω των πολυετών συμβάσεων που έχουν συνάψει το δημόσιο για παροχή ενέργειας με σταθερή τιμή. Εν συνεχεία όποιος είναι φθηνότερος μπαίνει στο σύστημα και κλείνει ποσότητες στο pool της ζήτησης. Οι μονάδες ή οι ποσότητες που μπαίνουν τελευταίες είναι οι πιο ακριβές και είναι αυτές που τελικά διαμορφώνουν την τιμή στην οποία κλειδώνει η ταρίφα που πληρώνονται οι παραγωγοί χονδρικής για κάθε μία ώρα της ημέρας.
Ο μηχανισμός της οριακής τιμολόγησης εφαρμόζεται δεκαετίες και αποσκοπεί στο να βελτιώσει το «κοινωνικό πλεόνασμα» κάτι το οποίο δεν εξυπηρετείται με ένα μηχανισμό που θα λάμβανε υπόψη του το μέσο κόστος. Ο παραγωγός αμείβεται για την προσπάθεια του να κρατήσει χαμηλά το κόστος παραγωγής ενώ ο προμηθευτής μέσω μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας εξασφαλίζει επάρκεια ποσοτήτων ρεύματος για την κατανάλωση σε μια αγορά που δεν είναι ελαστική.
Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα αυτού του μηχανισμού είναι το οικονομικό σήμα που δίνει στους επενδυτές: Οι τιμές χονδρικής δεν ενσωματώνουν απλά το σημείο ισορροπίας της αγοράς αλλά δίνουν πληροφορίες για το αν είναι συμφέρουσα ή όχι η υλοποίηση μιας επένδυσης. Έτσι όταν στο α’ εξάμηνο του 2020 οι τιμές είχαν υποχωρήσει σημαντικά λόγω της χαμηλής ζήτησης από την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας τα εργοστάσια φυσικού αερίου πουλούσαν ρεύμα με ζημιά. Αργότερα όταν αποκαταστάθηκε η κανονικότητα διαφάνηκαν προοπτικές επενδύσεων στον κλάδο με ικανοποιητικούς βαθμούς απόδοσης για την κάλυψη των σημαντικών ποσοτήτων μετά και την απένταξη των λιγνιτικών εργοστασίων.
Ο νέος μηχανισμός δεν ήρθε για να μείνει αφού προβλέπεται ότι θα ισχύσει προσωρινά για 12 μήνες, σίγουρα όμως θα λειτουργήσει στρεβλωτικά στην αγορά ειδικά σε ότι αφορά το σήμα προς τους επενδυτές ενεργειακών μονάδων. Οι σκοποί που θα εξυπηρετήσει έχουν να κάνουν με την μείωση των τιμολογίων στην λιανική αφού το επιπλέον κέρδος από τα όρια τιμών που έχουν οριστεί θα μεταφέρεται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης μαζί με τα έσοδα από την πώληση των δικαιωμάτων εκπομπών CO2.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι προμηθευτές θα περιορίσουν τις ζημιές τους αφού θα λάβουν το όφελος σαν επιδότηση που θα περάσει στους λογαριασμούς ρεύματος. Για όσες εταιρίες είναι καθετοποιημένες και έχουν ισορροπημένα μερίδια στην παραγωγή και την κατανάλωση το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ουδέτερο. Δημιουργεί ωστόσο κάποιες αβεβαιότητες ως προς την συμμετοχή των παραγωγών στην αγορά ενέργειας. Και αυτό μπορεί να αποδειχθεί ένα σοβαρό ρίσκο για την ευστάθεια του συστήματος.