Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση διαφημίζει τα… κατορθώματά της στο εξωτερικό, υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι η Ελλάδα έχει γίνει επενδυτικός προορισμός, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2018 ήταν ένα από τα χειρότερη έτη της σύγχρονης ιστορίας σε επίπεδο επενδύσεων με αποτέλεσμα η χώρα να μην αναπτύσσεται με τους ρυθμούς που θα έπρεπε μετά τη χρεοκοπία και την ύφεση.
Αν εξαιρέσει κανείς τις μεμονωμένες κινήσεις εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων και την παρουσία ξένων επενδυτών που στηρίζουν τις τοποθετήσεις τους γιατί έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα μας, η Ελλάδα είναι μία… επενδυτική έρημος, ένας αφιλόξενος τόπος για όσους θέλουν να δραστηριοποιηθούν στην κατά τα άλλα φιλόξενη πατρίδα μας. Με τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ να έχει μειωθεί σημαντικά, η Ελλάδα χάνει μία τεράστια ευκαιρία να εισρεύσει φρέσκο χρήμα σε μία οικονομία που διψάει για ρευστότητα, σημειώνει η HSBC, σε έκθεσή της που είδε την περασμένη εβδομάδα το φως της δημοσιότητας.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η απουσία ξένων επενδυτών είναι σήμερα η μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη, ένα ζήτημα που σχετίζεται με κάθε πτυχή της οικονομίας, από την έκδοση ομολόγων μέχρι την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και από την ανεργία μέχρι την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Τα στοιχεία είναι άκρως αποκαλυπτικά: Σήμερα, οι επενδύσεις στην Ελλάδα διαμορφώνονται 65% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα και ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στο μισό σε σύγκριση με την εποχή πριν την κρίση. Όπως επισημαίνει η HSBC, η ανάκαμψη των επενδύσεων είναι απατηλή, ενώ αυτός είναι ο βασικότερος παράγοντας που δεν αφήνει την Ελλάδα να αναπτυχθεί καθώς παράλληλα πλήττει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι καθαρές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα κατά μέσο όρο στο 0,8% του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2008, όταν στην Ισπανία βρέθηκαν στο 3,8% του ΑΕΠ, στη Γαλλία στο 2,9% του ΑΕΠ, στη Γερμανία στο 1,7% και στην Ιταλία στο 1,6%. Την περίοδο 2014-2017 οι καθαρές ροές άμεσων ξένων επενδύσεων διαμορφώθηκαν μόλις στο 1,2% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, υποδεικνύοντας ότι η χώρα δυσκολεύεται να κερδίσει τους επενδυτές.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι Ευρωπαίοι έχουν κάνει όλα όσα είχαν υποσχεθεί και πλέον η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να εφαρμόσει πολιτικές που θα φέρουν επενδύσεις. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2018 ήταν ένα πολύ κακό έτος για τις επενδύσεις, οι οποίες μειώθηκαν κατά 24,7% σε τριμηνιαία βάση στο α' τρίμηνο, ενισχύθηκαν 17,7% στο β' τρίμηνο για να περιοριστούν εκ νέου στο γ' τρίμηνο κατά 14,5%, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για πτώση 15% και στο δ' τρίμηνο.
Το πισωγύρισμα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον κλάδο των κατασκευών και στις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Είναι προφανής, δηλαδή, η ευθύνη της κυβέρνησης, η οποία αντί να επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις βρίσκει εμπόδια σε κάθε συναλλαγή. Παρ' όλα αυτά, προβλέπεται ενίσχυση των επενδύσεων κατά 9% το 20196 και κατά μόλις 5% το 2020 εξαιτίας της ολοκλήρωσης ορισμένων ιδιωτικοποιήσεων που ήδη τρέχουν.
Την ίδια ώρα, οι κρατικές δαπάνες εκτιμάται ότι μειώθηκαν στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 που αποτελεί ιστορικό χαμηλό, αν εξαιρέσουμε τις χρονιές που η κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της (2011 και 2012) και είχαν υποχωρήσει στο 2,5% του ΑΕΠ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2010, οι κρατικές επενδύσεις διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο στο 5,5% του ΑΕΠ.
Στο σύνολό τους οι αναλυτές επισημαίνουν την ανάγκη εφαρμογής μιας δημοσιονομικής πολιτικής φιλικής προς την ανάπτυξη, έτσι ώστε να επιτευχθεί η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η Ελλάδα δεν αποτελεί σήμερα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, με αποτέλεσμα να περιορίζονται σημαντικά τα κέρδη στην παραγωγικότητα που προέρχονται από τις «παρενέργειες» της τεχνολογίας.
Τέλος, η Ελλάδα είναι η μοναδική «ανεπτυγμένη» αγορά που δεν διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας», από τη στιγμή που η Κύπρος αναβαθμίστηκε από την S&P τον Σεπτέμβριο του 2018 και η Πορτογαλία η οποία αναβαθμίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2017. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα συγκρίνεται, σύμφωνα με την HSBC, με χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες οικονομίες όπως η Τουρκία και η Βραζιλία.