Του Γιώργου Φιντικάκη
Στην "επιείκεια των Βρυξελλών" ως προς την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων προς την ΛΑΡΚΟ, που μαζί με τους τόκους φθάνουν τα 180 εκατ. ευρώ, ποντάρει η κυβέρνηση προκειμένου να αποφύγει το λουκέτο η άλλοτε κραταιά νικελοβιομηχανία. Το μήνυμα αυτό έστειλε την Παρασκευή κατά την επίσκεψη του στα γραφεία της ΛΑΡΚΟ στην Λάρυμνα ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης.
Σε μια στιγμή ωστόσο που είναι πασιφανές ότι η Ευρωπαική Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Comp) έχει αποφασίσει να μην χαριστεί στην Ελλάδα, είτε βγάζοντας από το συρτάρι φακέλους που χρονίζουν (ΔΕΗ, ΟΣΕ, ΓΑΙΑΟΣΕ, κλπ), είτε ανοίγοντας καινούργιους, το μέλλον της ΛΑΡΚΟ παραμένει περισσότερο άδηλο παρά ποτέ.
Πόσο μάλλον όταν τον Δεκέμβριο, η Κομισιόν παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την μη ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων προς την ΛΑΡΚΟ, κίνηση που σύμφωνα με μια ερμηνεία, επέσπευσε και την σύναψη από την ΔΕΗ της 5ετούς σύμβασης προμήθειας ρεύματος προς τη μεταλλουργία (1η/1/2016- 31/12/2020). Και αυτό καθώς ουδείς επενδυτής θα δεχόταν ποτέ να εμπλακεί στη ΛΑΡΚΟ, δίχως να έχει μια μακροπρόθεσμη λύση για την τιμολόγηση του ρεύματος της πάλαι ποτέ ισχυρής βιομηχανίας παραγωγής νικελίου.
Στην παρούσα φάση, η ιδιωτικοποίηση της εταιρείας προβάλει ως η μοναδική λύση προκειμένου να σταθεί όρθια, αφού είναι ο μοναδικός τρόπος ώστε να απαλλαγεί από το βάρος των κρατικών ενισχύσεων. Το 2009, η τότε κυβέρνηση είχε επεξεργαστεί σχέδιο παράλληλων διαγωνισμών ιδιωτικοποίησης του εργοστασίου της Λάρυμνας, και των Μεταλλείων στον Αγιο Ιωάννη, την Εύβοια, και την Καστοριά, το οποίο όμως και ουδέποτε προχώρησε. Τότε, και ενόψει της απόπειρας πώλησης της ΛΑΡΚΟ, η Κομισιόν, προκειμένου να ενισχύσει το σχετικό εγχείρημα, είχε αποφανθεί ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν θα επιβαρύνουν τον νέο επενδυτή, απόφαση ωστόσο που έχει προσβάλλει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η διοίκηση της μεταλλουργίας.
Καμία σκέψη για ιδιωτικοποίηση
Σύμφωνα ωστόσο με τα όσα δήλωσε την Παρασκευή ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, η βούληση της κυβέρνησης είναι η ΛΑΡΚΟ να συνεχίσει να λειτουργεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Ναι μεν, όπως είπε, η εταιρεία πρόκειται να ενταχθεί στο υπερ-Ταμείο, επεσήμανε ωστόσο ότι αυτό μπορεί να την ιδιωτικοποιήσει, μόνο εφόσον συναινέσει πρώτα η κυβέρνηση. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο μείζον θέμα των κρατικών ενισχύσεων εξέφρασε την ελπίδα να επικρατήσει ένα ευμενές σενάριο, παραδέχθηκε ωστόσο πως "δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσης", καθώς όπως είπε "τα δεδομένα στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι παρά πολύ σκληρά".
Σύμφωνα ωστόσο με κοινοτικές πηγές, και παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Σταθάκη, τα πάντα είναι ανοικτά ως προς την τύχη της ΛΑΡΚΟ, από το ξαφνικό λουκέτο έως το τεμαχισμό και την πώλησή της. Και αυτό καθώς η εταιρεία, καλείται να επιστρέψει χρήματα, τα οποία δεν διαθέτει, όπως συνέβη ακριβώς και στην περίπτωση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η οποία και πουλήθηκε, προκειμένου να δεχτεί η DG Comp να διαγραφούν οι κρατικές ενισχύσεις που την βάρυναν, ύψους 750 εκατ. ευρώ.
Σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αποφασίσει, όπως φαίνεται να ανοίξει για τα καλά το φάκελο "Ελλάδα", θα προκαλούσε εντύπωση να μας την "χαρίσει" για τη ΛΑΡΚΟ, μια υπόθεση που σέρνεται επί επτά χρόνια, στο διάστημα των οποίων η χώρα κλώτσησε όσες ευκαιρίες της είχαν δοθεί για να την διασώσει.
Κρέμεται από μια κλωστή η συμφωνία με ΔΕΗ
Κατά την επίσκεψή του στην Λάρυμνα, ο κ. Σταθάκης απέκλεισε την άρση του αναγκαστικού δικαιώματός της ΔΕΗ να παρακρατεί μέρος των κερδών της εταιρείας για την αποπληρωμή παλαιότερων οφειλών, αφού αποτελεί όρο για την συμφωνία μείωσης του τιμολογίου ρεύματος που της παρέχει.
Αλλά σε μια εταιρεία, αποκλεισμένη εντελώς από τον τραπεζικό δανεισμό λόγω της μόνιμα αρνητικής καθαρής της θέσης, ακόμη και αυτή η στρατηγική συμφωνία με την ΔΕΗ, κρέμεται από μια κλωστή. Αρκετοί εκτιμούν ότι είναι αμφίβολο μια επιχείρηση που συσσωρεύει κάθε χρόνο ζημιές 60 έως 80 εκατ. ευρώ, να είναι σε θέση να πληρώνει κάθε μήνα στην ΔΕΗ 3 εκατ. ευρώ για ρεύμα, όπως προβλέπει η συμφωνία. Δυνατότητα που αμφισβητούν και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι οποίοι ωστόσο ζήτησαν από τον κ. Σταθάκη, να πιέσει την διοίκηση, προκειμένου να ενσωματώσει στο μόνιμο προσωπικό, και άλλους, όσους απασχολούνται για 10 και 15 χρόνια σε εργολαβίες.
Ενισχυτικό των αμφιβολιών βιωσιμότητας της ΛΑΡΚΟ, είναι και το γεγονός ότι όπως λένε όσοι παρακολουθούν την πορεία της, η βιομηχανία δεν έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να μειώσει το κόστος παραγωγής της, και ενώ την ίδια στιγμή τα παλαιότερα χρέη της είναι σε καθεστώς διαιτησίας. Δεν έχουν περάσει παρά μερικοί μήνες από τότε που ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Στ. Γούτσος, είχε δηλώσει δημόσια ότι "η ΛΑΡΚΟ λειτουργεί με οφειλές προς την επιχείρηση πάνω από 250 εκατ. ευρώ, οι οποίες αυξάνονται 5 εκατ. κάθε μήνα", δηλαδή κατά 60 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Ασαφές επίσης παραμένει κατά πόσο το μισθολογικό κόστος έχει ή όχι προσαρμοστεί όχι μόνο στα χρόνια της κρίσης αλλά και στην δυσμενή θέση όπου έχει περιέλθει η βιομηχανία. Αν και η διοίκηση δεν έχει ποτέ δώσει διευκρινήσεις, ακούγεται εδώ και καιρό πως συνεχίζουν να υπάρχουν στελέχη τα οποία αμείβονται με μισθούς που φθάνουν έως και τα 70.000 ευρώ. Ενόψει πάντως της υπογραφής νέας συλλογικής σύμβασης, η διοίκηση φέρεται σύμφωνα με τους εργαζόμενους έτοιμη να περικόψει κατά 16 εκατ. ευρώ το χρόνο το μισθολογικό κόστος, με το σωματείο να αντιδρά.
Έπειτα είναι και ότι δεν αρκεί μόνο το γεγονός πως τα υπάρχοντα μεταλλεύματα στην περιοχή αρκούν για 25 με 30 ακόμη χρόνια. Και αυτό, καθώς προκειμένου η εταιρεία να καταστεί βιώσιμη, και να μπορέσει να συμβαδίζει με τις κοινοτικές περιβαλλοντικές οδηγίες, χρειάζονται, όπως λένε οι γνωρίζοντες, επενδύσεις της τάξης των 200 εκατ. ευρώ. Έτερο επίσης ερώτημα σχετίζεται με τα θέματα ασφαλείας που υπάρχουν στην ΛΑΡΚΟ, τα οποία λέγεται ότι μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να πληρώνονται οι μισθοί και οι λογαριασμοί.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκκρεμούν ακόμη απαιτήσεις από την παλαιά ΛΑΡΚΟ, η οποία βρίσκεται σε εκκαθάριση εδώ και 26 χρόνια. Ουκ ολίγες φορές πιστωτές έχουν φτάσει να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία της νέας ΛΑΡΚΟ, διεκδικώντας χρωστούμενα από την εκκαθάριση της παλαιάς εταιρείας.