Του Γιώργου Φιντικάκη
Αν και με το μισό πόδι έξω από το μνημόνιο κανένας από τους δείκτες της οικονομίας δεν προϊδεάζει για μια στιβαρή ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης, με πιο πρόσφατο αυτόν που αφορά τις πωλήσεις καυσίμων.
Δίχως φυσικά η πτώση να είναι δραματική, εντούτοις έχει τη σημασία του ότι στο παρά πέντε της «αποφοίτησης» από το πρόγραμμα, τα επίσημα στοιχεία μιας αγοράς που αποτελεί «καθρέφτη» για την υγεία κάθε οικονομίας, δεν δείχνουν ψυχολογία εξόδου.
Συνεχίζοντας την επί επτά συναπτά έτη πτωτική πορεία, το Μάρτιο οι βενζίνες υποχώρησαν σε όγκο 1,7% σε σχέση με το αντίστοιχο μήνα πέρυσι, το ντίζελ κίνησης κατά 1,2%, και το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 9,8%, προφανώς λόγω των ήπιων καιρικών συνθηκών. Σίγουρα τα ποσοστά μείωσης, που παρουσίασε σε χθεσινή εκδήλωση η εταιρεία Avin, είναι μικρότερα απ'' ότι πριν μερικά χρόνια, εντούτοις αφορούν μερικές δεκάδες χιλιάδες λίτρα. Κυρίως όμως δείχνουν ότι ένας από τους οικονομικούς δείκτες- υγείας, παραμένει ασθενικός, αντί να αποπνέει αισιοδοξία και να παρουσιάζει ισχυρή δυναμική
Έπειτα είναι η μεγαλύτερη εικόνα των φορολογικών εσόδων. Όλοι οι κωδικοί που συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, εμφανίζουν υστέρηση στο πρώτο τρίμηνο, ενώ ειδικά τον Μάρτιο εντοπίστηκε «τρύπα» της τάξεως των 216 εκατ. ευρώ στα φορολογικά έσοδα. Και μπορεί προς το παρόν, τόσο τα φορολογικά έσοδα, όσο και ο Προϋπολογισμός να κλείνουν πάνω από τους στόχους, ωστόσο τα δύσκολα βρίσκονται μπροστά. Και καθώς δεν έχουν ακόμη αποσταλεί τα «βαριά» εκκαθαριστικά (ΕΝΦΙΑ, και φόρος εισοδήματος αναμένεται να πληρωθούν στο β'' εξάμηνο), η πορεία των φετινών φορολογικών εσόδων θα κριθεί μετά το Σεπτέμβριο.
Το πρώτο τρίμηνο
Αν ωστόσο μπορεί να εξάγει κανείς κάποια πρόχειρα συμπεράσματα, οι οιωνοί από μια σειρά στοιχείων της οικονομίας και δείκτες για το πρώτο τρίμηνο, είναι δυσάρεστοι. Και επομένως αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον η εικόνα που θα δώσει αύριο το ΙΟΒΕ κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία.
Στην τελευταία μηνιαία του έρευνα, έκανε λόγο για επτά στους δέκα καταναλωτές που μόλις τα «βγάζουν» πέρα, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος το Μάρτιο, διακόπτοντας την ανοδική τροχιά των προηγούμενων μηνών, υποχώρησε σε χαμηλότερα επίπεδα, στις 99,8 (από 104,3) μονάδες. Εξέλιξη που είχε έρθει ως απόρροια σημαντικής εξασθένησης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους επιμέρους τομείς.
Έχει επομένως σημαντικό ενδιαφέρον αν αύριο, τα συμπεράσματα για το τρίμηνο επιβεβαιώσουν το χαμηλό «βαρομετρικό» της οικονομίας, τέσσερις μόλις μήνες πριν την αποφοίτηση της χώρας. Ειδικά μετά τη πρόσφατη υποβάθμιση από το ΔΝΤ για το ρυθμό ανάπτυξης, που έχει θέσει τον πήχη στο 2% για φέτος, αμφισβητώντας την αναθεωρημένη πρόβλεψη της κυβέρνησης για 2,3%, και στο 1,8% για το 2019.
Κοινός παρονομαστής όσων ειδικών παρακολουθούν τη μεγάλη εικόνα, είναι ότι συνεχίζουμε να τρώμε από τις σάρκες μας, και ότι μετά από τόσα χρόνια μνημονίων, παλιές και νέες παθογένειες της οικονομίας κρύβονται σαν βόμβες κάτω από το χαλί. Αδυναμία τιθάσευσης της ανεργίας ειδικά στους νέους, μέτριες επιδόσεις στις μεταρρυθμίσεις, χαμηλό σκορ στη προσέλκυση επενδύσεων, και φορολογικά-ασφαλιστικά βάρη από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ, έχουν σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται η στρατιά των οικονομικά «αιχμαλώτων» Ελλήνων στο Δημόσιο, τα ταμεία και τις τράπεζες, και άρα η ιδιωτική κατανάλωση να υποχωρεί.
Σίγουρα, η Ελλάδα δεν απειλείται με τυφώνα αντίστοιχο του 2015, αλλά η καθήλωση της οικονομίας σε ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με την πορεία που είχαν προς την έξοδο άλλες μνημονιακές χώρες, όπως Κύπρος και Πορτογαλία. Πολλώ δε μάλλον, όταν δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια του χρόνου να προσδοκάμε ότι αν κάτι δεν πάει καλά, προλαβαίνει να διορθωθεί. Ελάχιστη άμμος έχει απομείνει στη κλεψύδρα.