Της Μαίρης Βενέτη
Όταν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατέστησε σαφή την προτεραιότητα της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος της Ευρώπης θα κοστίσει όμως ακριβά.
Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν πριν δύο ημέρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Στρασβούργο, κατά την παρουσίαση του «Επενδυτικού σχεδίου για μια βιώσιμη Ευρώπη», έναντι να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, θα πρέπει να προστεθούν επιπλέον 260 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος στο budget των «πράσινων» επενδύσεων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα 1 τρισ. ευρώ μέσα στην δεκαετία, έναντι να απελευθερώσει και να στηρίξει το πράσινο επενδυτικό κύμα.
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τον διεθνή οργανισμό για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ,IRENA, σύμφωνα με τον οποίο μέχρι το τέλος της δεκαετίας, οι ΑΠΕ θα πρέπει να συμβάλλουν στην παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ποσοστό 57%, από 26% που είναι σήμερα
Για να επιτύχουν τα κράτη αυτόν τον στόχο, θα πρέπει οι συνολικές επενδύσεις σε ΑΠΕ να αυξηθούν κοντά στο επίπεδο των 750 δισ. δολαρίων τον χρόνο μέχρι το 2030 από περίπου 330 δισ. δολάρια σήμερα.
Μετά τις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα νούμερα αυτά μπορεί και να ξεπεραστούν.
Ο στόχος του «Επενδυτικού σχεδίου για μια βιώσιμη Ευρώπη είναι να ενθαρρυνθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, κινητοποιώντας τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα και διασφαλίζοντας ότι κανείς δεν θα εγκαταλειφθεί στην πορεία.
Ένα από τα εργαλεία αυτού του επενδυτικού σχεδίου, είναι ο λεγόμενος «Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης» και, ο πρώτος πυλώνας του, είναι το «Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης».
Το ταμείο εντάσσεται στην Πολιτική Συνοχής που είθισται να βοηθά στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών περιφερειών.
Παρά το γεγονός ότι είναι ανοιχτό για όλες τις χώρες μέλη, εντούτοις στοχεύει κυρίως στην υποστήριξη των περιοχών που εξαρτώνται περισσότερο από τα ορυκτά καύσιμα, όπως το κάρβουνο, ο λιγνίτης ή η τύρφη.
Ανάμεσα στις περιοχές αυτές είναι η Πολωνία, η Ελλάδα, αλλά και ορισμένες περιφέρειες της Γερμανίας.
Σε αυτό μάλιστα το σημείο αξίζει να σημειώσουμε τον προβληματισμό του Πασκάλ Κανφέν του επικεφαλής της Επιτροπής Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Πρέπει να φροντίσουμε ώστε τα χρήματα του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης να ωφελήσουν τις ευρωπαϊκές περιφέρειες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Μια συγκεκριμένη περίπτωση: οι γερμανικές περιοχές. Θα πρέπει να στηριχθούν από την ΕΕ ή από τη Γερμανία, που έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα;»
Το παραπάνω ερώτημα αποτελεί έναν δίκαιο προβληματισμό στην κατανομή των πόρων του ταμείου, οι οποίοι θα πρέπει να κατευθυνθούν στις περιοχές που βρίσκονται αντιμέτωπες με τις σοβαρότερες ενεργειακές προκλήσεις ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν δημοσιονομική αδυναμία αντιμετώπισης τους.
Είναι δε εξαιρετικά επίκαιρο αν σκεφτούμε ότι κατά τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο, η Πολωνία αρνήθηκε να υιοθετήσει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, λόγω των ανησυχιών της για το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της μετάβασης.
Όταν λοιπόν θα τεθεί σε διαπραγμάτευση μεταξύ των χωρών μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η κατανομή των πόρων, η όποια απόφαση θα πρέπει να καθησυχάσει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Κλείνοντας την παραπάνω παρένθεση, να αναφέρουμε ότι κάθε ευρώ που θα δαπανάται στο πλαίσιο του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, θα πρέπει να συνοδεύεται από τη συγχρηματοδότηση του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η περιοχή που δέχεται τη βοήθεια.
Στο Ταμείο αυτό επίσης θα προστεθούν εν καιρώ άλλοι δύο «πυλώνες» του μηχανισμού: οι χρηματοδοτήσεις μέσω του επενδυτικού προγράμματος InvestEU και τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB), η οποία καλείται στην ουσία να μετατραπεί σε «τράπεζα του κλίματος» της ΕΕ.
Κατά τους μέχρι τώρα υπολογισμούς της Επιτροπής, μέσω του Μηχανισμού θα επενδυθούν περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να αναζητήσετε εδώ.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.