Επιχειρώντας έναν σύντομο απολογισμό των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας κατά το 2022, διαπιστώνουμε έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό. Η εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να φθάσει στο 6% (διπλάσια αύξηση από αυτή της Ευρωζώνης) μετά από τη μεγάλη αύξηση το 2021.
Οι αυξήσεις αυτές οδηγούν το ελληνικό ΑΕΠ σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά του 2019 (δηλ. πριν από την πανδημία) πλησιάζοντας στα προ κρίσης υψηλά όρια του 2008.
Η δυναμική, που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε τόσο υψηλή ανάπτυξη το 2022, οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης, καταναλωτικής και επενδυτικής, και την αύξηση των εξαγωγών.
Στην αύξηση της κατανάλωσης σημαντικό ρόλο είχαν η «συμπιεσμένη» αγοραστική δύναμη της περιόδου της πανδημίας, η αύξηση των εισοδημάτων λόγω αύξησης της απασχόλησης (ανεργία από 17% το 2019 μειώθηκε στο 11,6%), οι γενναιόδωρες κρατικές επιχορηγήσεις της εποχής της πανδημίας και η κρατική ενίσχυση των ευάλωτων στρωμάτων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (συνολικά 50 δις τα τελευταία χρόνια).
Προφανώς, αυτή η κοινωνική πολιτική έγινε εφικτή χωρίς ανατροπή της δημοσιονομικής ισορροπίας, χάρη στα φορολογικά έσοδα που προέκυψαν από την ισχυρή ανάπτυξη. Στην ενδυνάμωση της επενδυτικής ζήτησης συνέβαλε, προφανώς, η απελευθέρωση της οικονομίας με σημαντικές μεταρρυθμίσεις και η προοπτική των επιχορηγήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης (7,5 δις εισέρευσαν μέσα στο 2022)
Οι εξαγωγές ακολούθησαν την δυναμική, που είχε αναπτυχθεί στην περίοδο της πανδημίας και ενισχύθηκαν από το πρωτοφανές τουριστικό ρεύμα. Όμως, η αύξηση των εισαγωγών, λόγω της αυξημένης ζήτησης που αναφέρθηκε ήδη, διεύρυναν το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, το οποίο ταυτόχρονα επιβαρύνθηκε και από την αύξηση των τιμών των εισαγομένων καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Η διεύρυνση αυτή αναμένεται και πρέπει να είναι παροδική, καθώς θα αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή και η παραγωγικότητα μέσω της αυξανόμενης επενδυτικής δραστηριότητας στη χώρα μας.
Με αυτό το θετικό απολογισμό του 2022, η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2023. Το προσεχές έτος αναμένεται να είναι μία περίοδος αναταράξεων για μια σειρά λόγους, με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (από το 6% περίπου το 2022 στο 1-1,8% το 2023).
Οι βασικοί λόγοι της εξέλιξης αυτής είναι κυρίως, η εξάντληση της καταναλωτικής ζήτησης, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών εξαιτίας του πληθωρισμού, η αύξηση του κόστους του χρήματος, λόγω της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ με άνοδο των επιτοκίων χορηγήσεων από τις εμπορικές τράπεζες.
Επίσης, η είσοδος των ευρωπαϊκών και γενικότερα των αναπτυγμένων οικονομιών σε ύφεση, λόγω της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, (όπως ήδη ειπώθηκε), για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αναμένεται να μειώσει τις ελληνικές εξαγωγές προς αυτές τις χώρες και το τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα.
Ωστόσο, η δυναμική των επενδύσεων πρόκειται να συνεχισθεί, πράγμα που θα συμβάλει στη διατήρηση θετικού ρυθμού ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία.
Έτσι, οι προβλέψεις μπορεί να διαψευστούν και να επιτευχθεί υψηλότερος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ 2-2,5%, καθώς θα περιορισθεί ο πληθωρισμός (ήδη από 12,5% τον Αύγουστο μειώθηκε σε 8,5% τον Νοέμβριο) και θα συνεχιστούν οι κρατικές επιχορηγήσεις στα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος μειώνεται από 196% το 2021 σε 161% το 2023, ενώ αναμένεται δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τα επιτόκια των ελληνικών 10ετών ομολόγων, παρότι αυξημένα (4,5% από 1-2% στην περίοδο της πανδημίας), λόγω της πολιτικής της ΕΚΤ, δεν δημιουργούν σοβαρά ζητήματα διαχείρισης του χρέους (75% είναι σε σταθερό χαμηλό επιτόκιο), αρκεί να μην διαταραχθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών και της διεθνούς κοινότητας προς τη χώρα μας.
Εν κατακλείδι, καθώς η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο το ζητούμενο είναι, μετά τις εκλογές, να προκύψει ισχυρή κυβέρνηση που θα συνεχίσει την σημερινή επιτυχημένη οικονομική και κοινωνική πολιτική.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας, Κάτοχος της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. Υπουργός, τ. Αντιπρύτανης