Σε κάποιες εβδομάδες θα προβιβαστούμε στην πρώτη βαθμίδα, «μέτριας» επενδυτικής εμπιστοσύνης. Η αρνητική αξιολόγηση, ότι δηλαδή οι κακές μας συνήθειες και το μέγεθος του σωρευμένου κρατικού χρέους καθιστούσαν την Ελληνική Δημοκρατία επικίνδυνη, για τους συνετούς (και συντηρητικούς) επενδυτές, έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε τέλη 2008 και μας διέλυσε στη διάρκεια του 2009.
Το 2010 το παιχνίδι ήταν αδιέξοδο, το 2012 κάναμε tilt, το 2014 πήραμε ανάσα, το 2015 βυθιστήκαμε για τα καλά. Είχαμε δηλαδή χάσει την επενδυτική «παρθενία» μας, πριν χρειαστούμε τη μνημονιακή υποστήριξη ή, σε απλά ελληνικά «μας είχαν πάρει μυρωδιά» κι εμείς καμωνόμασταν τους ...ωραίους. Μετά έγιναν όλα όπως τα θυμόμαστε: πάνω που κάτι πήγαινε να γίνει, φτου κι απ' την αρχή με χειρότερη φάση το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Η αναβάθμιση είναι σπουδαία θετική εξέλιξη. Τώρα πραγματικά θα βγούμε από τα ... μνημόνια. Κι ας μας εμπιστεύονται ήδη οι «αγορές» ως να είχαμε πάρει τη σαρδέλα στον ώμο. Η μεγάλη διαφορά είναι πως όταν είσαι με τη βούλα αξιόχρεος, τότε αρχίζουν, αυτόματα και δίχως άλλες τσιριμόνιες επενδυτικών επιτροπών και λοιπών εμπειρογνωμόνων να τοποθετούν τα χρήματά τους σε εσένα ασφαλιστικά ταμεία, επενδυτικά κεφάλαια, ακόμη και ασφαλιστικές εταιρείες ή τράπεζες.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμη σπουδαιότερο. Δεν πρέπει να μείνουμε σε αυτή την πρώτη βαθμίδα. Πρέπει να πάρουμε άλλες τρεις βαθμίδες. Τουλάχιστον. Και μετά άλλες τόσες. Και πιο μετά άλλες τόσες. Με δύο λόγια, ο δρόμος της αρετής είναι μακρύς. Και, προφανώς, ανηφορικός και γεμάτος απαιτήσεις.
Πλην όμως αξίζει τον «κόπο».
Το πρώτο που δεν πρέπει να συμβεί στη συνέχεια είναι να νομίσουμε ότι μας παίρνει να κάνουμε και πάλι τους καμπόσους ή να πειραματιστούμε ή να αδιαφορήσουμε ή να καθυστερήσουμε. Το δεύτερο που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να ξοδέψουμε τους κόπους και την προσπάθεια των πολλών συμπολιτών (αλλά όχι όλων, για να μην κοροϊδευόμαστε...) όλα αυτά τα χρόνια απλώς και μόνον επειδή θα έχουμε επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα.
Η Ελλάδα είχε υψηλές επενδυτικές αξιολογήσεις αφότου μπήκε στην ευρωζώνη και τουλάχιστον μέχρι το 2007. Εκεί πρέπει να επιστρέψουμε. Θα το επιτύχουμε αν κατανοήσουμε σωστά και με ομόνοια μεταξύ μας, δηλαδή χωρίς κομματικούς πονηρούς υπολογισμούς, για το συνηθισμένο «τις πταίει», τα γεγονότα και τις αποφάσεις που μας έβλαψαν και εκείνες που βοήθησαν στην επαναφορά και την πρόοδο. Δε λέω μας κατέστρεψαν, δε λέω μας έσωσαν την τελευταία στιγμή, μήπως και συνεννοηθούμε.
Η αυτοαξιολόγηση είναι εξίσου και ακόμη πιο σημαντική - τουλάχιστον στα δικά μου μάτια - από την αξιολόγηση των διεθνών οίκων. Θα μπορούσε να είχε συμβεί στην προηγούμενη Βουλή. Η μνησικακία και θρασύτητα του ΣΥΡΙΖΑ, η υπεροψία και η θλίψη του ΠΑΣΟΚ, μαζί με τις εσωτερικές άνισες προσεγγίσεις της Νέας Δημοκρατίας εμπόδισαν να αναληφθεί με θάρρος αυτή η πολύτιμη πρωτοβουλία. Ίσως να είχε δίκιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που δεν ήθελε να προκαλέσει διχασμούς στις κρίσιμες ώρες που περνούσαμε.
Μπορούμε, όμως τώρα. Και θα μπορέσουμε καλύτερα όταν η πρώτη αναβάθμιση αναδείξει πλήρως τη μεγάλη αξία της εμπιστοσύνης των άλλων σε εμάς και την εμπιστοσύνη που αποκτήσαμε στην πορεία μας, ιδίως τα τελευταία έτη. Όσοι πέρασαν από κυβερνητικές θέσεις μετά από το 2009 και μέχρι σήμερα, ιδίως σε καρέκλες του οικονομικού επιτελείου, γνωρίζουν καλά το μυστικό της εμπιστοσύνης. Κερδίζεται δύσκολα, χάνεται εύκολα.
Καθόλου τυχαία, όταν ο αλησμόνητος Σόιμπλε βρέθηκε, το 2015, στο Βερολίνο, μόνος για να ακούσει, τον έναν μετά τον άλλο, υπομονετικά, τους κκ. Βαρουφάκη και Τσακαλώτο χρησιμοποίησε και τις δύο εκδοχές της αγγλικής: «confidence» είπε στον πρώτο, «trust» στον δεύτερο. Δε λέω. Χρειάζεται θάρρος για να είσαι ειλικρινής όταν θέλεις να παριστάνεις τον αμφισβητία, αλλά είναι πρέπον να μην κρύβεις την αλήθεια. Ούτε όταν είσαι στην αντιπολίτευση, ούτε στην κυβέρνηση.