Σύμφωνα με το αφήγημα της αντιπολίτευσης, ο χειμώνας 2022 – 2023 στην πατρίδα μας, μοιάζει με έναν κατοχικό χειμώνα με κυρίαρχα χαρακτηριστικά τη φτώχεια, την πείνα, την ανεργία και την ανέχεια. Φυσικά, η ίδια η ζωή απαντά στο αφήγημα – μύθο, αφού φέτος η ζωντάνια των πόλεων και των χειμερινών προορισμών δεν έχει προηγούμενο.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η αντιπολίτευση κρίνει όλα τα μέτρα στήριξης της κοινωνίας, όλες τις επιδοματικές πολιτικές, όλες τις ρυθμίσεις που γίνονται σε υποχρεώσεις προς τις τράπεζες και το Δημόσιο, καθώς και όλες τις ελαφρύνσεις φόρων ως ανεπαρκείς. Περιφρονώντας και χλευάζοντας μέχρι και το ύψος του “market pass”, που θα κυμαίνεται από 20 έως και 100 ευρώ ανά μήνα, ανάλογα με τα μέλη των νοικοκυριών που θα ευεργετηθούν από το πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που η αντιπολίτευση, θεωρεί πως τα 20 έως 100 ευρώ είναι ένα αμελητέο ποσό για τους πολίτες - καταναλωτές, υποστηρίζει πως τα 20 ευρώ είναι ένα βαρύ και δυσβάσταχτο ποσό για τους ελεύθερους επαγγελματίες – ασφαλισμένους, που θα κληθούν να πληρώνουν σε μηνιαία βάση αυτό το ποσό, σαν αύξηση στις ασφαλιστικές τους εισφορές από τον Ιανουάριο του 2023.
Και ναι μεν είναι γνωστή η αφασία με την οποία κυρίως ο Σύριζα αντιμετωπίζει τα οικονομικά μεγέθη και τις οικονομικές έννοιες, ωστόσο εδώ μιλάμε για μια διαφορετική προσέγγιση στο ίδιο ακριβώς ποσό. Πώς είναι δυνατόν τα 20 ευρώ να είναι μια «βοήθεια πείνας» για τους καταναλωτές και την ίδια στιγμή να είναι μια δυσθεώρητη αύξηση για τους ασφαλισμένους; Με ποια λογική το ίδιο ποσό των 20 ευρώ αποκτά διαφορετική βαρύτητα και σημασία, όταν το εισπράττεις και όταν το καταβάλεις; Όταν το καταναλώνεις και όταν το αποταμιεύεις;
Με καμιά λογική. Με καμιά οικονομική προσέγγιση. Οι συγκεκριμένες θέσεις της αντιπολίτευσης, δεν θέλουν να καλύψουν με ορθολογισμό την προφανή αντιφατικότητα. Διότι με την ίδια ευκολία που ο Σύριζα και το ΠΑΣΟΚ ζητούν τη νεκρανάσταση των αυτόματων τιμαριθμικών αναπροσαρμογών που είχαν καταστρέψει την οικονομία επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, αρνούνται την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά το ύψος του πληθωρισμού.
Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών είναι υποχρεωτική εφ’ όσον οι ασφαλισμένοι επιθυμούν να λάβουν κάποιες αξιοπρεπείς συντάξεις μετά το τέλος του εργασιακού τους βίου. Διότι διαφορετικά θα εισπράττουν ισχνές συντάξεις που θα έχουν απαξιωθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Και βέβαια οι οικονομικοί εγκέφαλοι της αντιπολίτευσης λησμονούν πως στις αυξήσεις των μισθών των μισθωτών, ακολουθούν επίσης αντίστοιχες αυξήσεις και στις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από τους εργοδότες και για λογαριασμό των εργαζομένων. Ίσως βέβαια αυτές να μην γίνονται αντιληπτές από τη αγωνιστική αντιπολίτευση διότι τις «πληρώνει η εργοδοσία». Αλλά είναι υπαρκτές.
Πιθανόν η αντιπολίτευση να ονειρεύεται πάλι το νόμο - φάρσα Κατρούγκαλου που προέβλεπε τον υποχρεωτικό υπολογισμό των εισφορών με βάση το φορολογητέο εισόδημα της προηγούμενης χρονιάς. Αυτές θα κατέληγαν να είναι σχεδόν μηδενικές, αν μελετήσουμε τα φορολογικά δεδομένα που έχουν αναλυθεί στο άρθρο Τα δηλωθέντα εισοδήματα της κοροϊδίας.
Είναι φανερό πως η αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των αριθμών και των οικονομικών εννοιών, αλλά διαστρεβλώνει τα πάντα προσπαθώντας να αλιεύσει δυσαρεστημένες ψήφους. Τελικά, τα 20 ευρώ είναι ένα ευτελές και άχρηστο ποσό για τους καταναλωτές, ή ένα δυσβάσταχτο ποσό που θα ανατρέψει τον προϋπολογισμό των ελεύθερων επαγγελματιών; Μπορεί η αντιπολίτευση να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα;