Το κύμα των διαδηλώσεων, συγκεντρώσεων και απεργιών που ολοένα μεγαλώνει στη Γαλλία, αποτελεί μια ακόμα μάχη απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών. Μια πραγματικότητα που μεταβάλει με βίαιο τρόπο το γαλλικό συνταξιοδοτικό πλαίσιο, που ήταν ίσως το πιο «φιλικό» όσον αφορά τους όρους του, απέναντι τους συνταξιούχους σε ολόκληρη της Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τι προβλέπει το νομοσχέδιο Μακρόν
Οι βασικές αλλαγές που προωθεί ο Πρόεδρος Μακρόν αφορούν τα όρια ηλικίας και τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Στις προεκλογικές του δεσμεύσεις ο Γάλλος πρόεδρος είχε αναφέρει πως το όριο συνταξιοδότησης θα έφτανε τα 65 έτη από 62 έτη που είναι σήμερα. Ωστόσο εν μέσω αντιδράσεων η πρόταση του είναι τα 64 έτη μέχρι το 2030, με 43 έτη εργασίας μέχρι το 2027 από 41,5 που είναι σήμερα. Οι αλλαγές θα είναι σταδιακές και τα χρονικά όρια θα αναπροσαρμόζονται ανά τρίμηνο. Παραμένουν οι εξαιρέσεις «πρόωρης» συνταξιοδότησης για όσους είχαν ξεκινήσει τον εργασιακό τους βίο σε νεαρότερες ηλικίες κάτω των 20 ετών. Ταυτόχρονα το ύψος της μικρότερης σύνταξης θα ανέβει στα 1.200 ευρώ.
Τι προτείνει η αντιπολίτευση
Η αντιπολίτευση αντιθέτως προτείνει το ηλικιακό όριο της σύνταξης να υποχωρήσει από τα 62 έτη στα 60, όσο ήταν δηλαδή το 1981 επί προεδρίας Μιττεράν. Τότε που το προσδόκιμο ζωής βρισκόταν στα 74 έτη, ενώ σήμερα βρίσκεται στα 83 έτη. Σύμφωνα με τη γαλλική αριστερά, αυτό το μέτρο θα αυξήσει τη νεανική απασχόληση και θα μειώσει την ανεργία. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις το 65% έως και το 75% των ερωτηθέντων Γάλλων εργαζομένων, ενστερνίζεται πλήρως τις θέσεις της αντιπολίτευσης.
Όπως διαπιστώνουμε, η Αριστερά είναι παντού η ίδια. Παρουσιάζει μια αδυναμία αντιμετώπισης της πραγματικότητας, αναπολεί το «ένδοξο» παρελθόν, υπόσχεται τα πάντα και εμφανίζει έντονα σημάδια δυσανεξίας στην ανάγνωση και ανάλυση των αριθμών. Τα στοιχεία που καταγράφουν τις δημογραφικές εξελίξεις, το προσδόκιμο ζωής και την επιβάρυνση που επιφέρει το συνταξιοδοτικό στον κρατικό προϋπολογισμό, απουσιάζουν εντελώς από την επεξεργασία που κάνει η αριστερή αντιπολίτευση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά στη δεύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ, όπου το συνταξιοδοτικό απορροφά σχεδόν το 15,9% του Γαλλικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται στο 13,6%.
Το συνταξιοδοτικό σαν ταμπού και στερεότυπο
Το συνταξιοδοτικό παραμένει το μεγαλύτερο ταμπού σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Και ταυτόχρονα αποτελεί το ισχυρότερο στερεότυπο. Εξ ου και οι αντιδράσεις των σωματείων και των συνδικάτων. Ειδικά στη Γαλλία, οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα «σέρνονται» από το 2003. Αλλά και γενικότερα στις χώρες της Ευρώπης, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η μεταβολή της αναλογίας εργαζόμενων προς συνταξιούχους, το δημοσιονομικό βάρος που προκύπτει από τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος, η είσοδος των ρομποτικών βραχιόνων στη βιομηχανική παραγωγή, η είσοδος των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης σε “white collar” θέσεις εργασίας και άλλες ριζικές μεταβολές στον τομέα της απασχόλησης όπως τον γνωρίζαμε, απουσιάζουν παντελώς από την ατζέντα των περισσοτέρων κομμάτων.
Μόνο όταν «φτάνει ο κόμπος στο χτένι», υπάρχει κινητοποίηση σε κυβερνητικό επίπεδο. Και αυτό είναι λογικό, αφού το συνταξιοδοτικό σαν θέμα αντιμετωπίζεται σαν μια απειλή, παρά σαν μια ευκαιρία υποδοχής του αύριο και προσαρμογής σε αυτό. Πολλοί εμφανίζουν το συνταξιοδοτικό σαν μια έμμεση αντιπαράθεση ανάμεσα στις γενεές.
Πολλοί το εμφανίζουν σαν μια μάχη απέναντι στην ψηφιακή τεχνολογία που εισβάλει πανταχόθεν στους χώρους εργασίας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υπολογίζουν πως μια από τις εναλλακτικές λύσεις του συνταξιοδοτικού, περνάει μέσα από το μεταναστευτικό. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν πως μια πιθανή λύση θα ήταν η μεταφορά παραγωγικών μονάδων πίσω στην Ευρώπη στα πλαίσια τάσης της αποπαγκοσμιοποίησης, λόγω της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Η ουσία είναι πως το συνταξιοδοτικό σε ολόκληρο τον κόσμο δεν λύνεται ούτε με απεργίες, ούτε με διαδηλώσεις, αλλά ούτε και με κούφιες υποσχέσεις. Η πραγματικότητα είναι εδώ και οι αριθμοί το ίδιο. Οι αποφάσεις θα είναι σίγουρα πολιτικές, γιατί έχουν κάνουν με τις ζωές των πολιτών, αλλά δεν θα μπορούν παρά να εδράζονται στα ψυχρά οικονομικά και μαθηματικά δεδομένα.