Όταν τον Ιούνιο του 2021 η Κομισιόν αποφάσιζε την παράταση ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής και για το 2022, αποτελούσε προτεραιότητα η ανάγκη δημοσιονομικής στήριξης των οικονομιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία και την πλήρη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας, από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση.
Και όπως είχε συμφωνηθεί στο Ecofin της Λισαβώνας, η ισχύς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα επανερχόταν μέσα το 2023. Και όπως θυμόμαστε στα πλαίσια αυτών των πολιτικών είχε αποφασιστεί και η δημιουργία του «οικονομικού μπαζούκας» που ακούει στο όνομα RRF (Recovery and Resilience Facility).
Έτσι σήμερα έφτασε η ώρα μηδέν για τις αποφάσεις που θα προσδιορίσουν το πλαίσιο των νέων κανόνων του συμφώνου σταθερότητας. Και θα ορίσουν τα σχέδια προσαρμογής των οικονομιών των χωρών των οποίων αφ’ ενός το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ τους και αφ’ ετέρου το έλλειμμα τους βρίσκεται στο 3%. Κάτι που αφορά την Ελλάδα.
Στα πλαίσια των συναντήσεων του Eurogroup και του Ecofin, είχε εμφανιστεί από νωρίς, η γνωστή διάσταση Βορρά – Νότου. Με τις χώρες του Βορρά να ζητούν την επιστροφή στη δημοσιονομική λιτότητα και τις χώρες του Νότου να επιδιώκουν την υιοθέτηση ήπιων διαδικασιών μετάβασης στο νέο μακροοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον. Δηλαδή οι χώρες του Νότου επιζητούν μια ομαλή προσγείωση στα νέα δεδομένα. Ένα «soft landing», όπως διατυπώνουν στις συναντήσεις τους. Ειδικά για τη χώρα μας ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα ήταν στα επίπεδα του 2% του ΑΕΠ και ο στόχος για το δημόσιο χρέος θα ήταν είτε η πτωτική πορεία του, είτε η βιωσιμότητα του.
Ο «Βορράς» δια στόματος του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, επιζητά ένα ακόμα ισχυρότερο Σύμφωνο Σταθερότητας, διαφωνώντας πλήρως με την πρόταση της Κομισιόν που ομιλεί περί διμερών συμβολαίων και συμφωνιών ανάμεσα στα κράτη – μέλη και την Κομισιόν. Σύμφωνα με τη γερμανική πλευρά απαιτούνται νέοι αυστηρότεροι κανόνες και μηχανισμοί λογοδοσίας, έτσι ώστε να μην αποδυναμωθεί το Σύμφωνο και να μην οδηγηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε πολιτικές διαπραγματεύσεις με τις χώρες –μέλη. Διότι όπως έχει δείξει, σύμφωνα με την πλευρά του Βορρά η πραγματικότητα, οι πολιτικές διαπραγματεύσεις έχουν σαν στόχο τη σαφή παρέκκλιση από τους κανόνες. Η πρόταση του «Βορρά» υιοθετεί την εισαγωγή ενιαίων κανόνων και ορίων στον τομέα της μείωσης του χρέους. Έτσι οι υπερχρεωμένες χώρες θα είναι υποχρεωμένες να μειώνουν ετησίως το χρέος τους σε ποσοστό 1% του ΑΕΠ, μέχρι της επίτευξης του τελικού στόχου του 60%.
Ωστόσο, ο «Νότος» από την πλευρά του, δεν είναι τόσο ανίσχυρος όσο παλαιότερα. Διότι εκτός από την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, συμπεριλαμβάνει πλέον και τη Γαλλία, η οποία αυξάνει σημαντικά τα τελευταία έτη τον δείκτη Χρέος / ΑΕΠ. Οπότε το πιθανότερο είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγηθεί για πολλοστή φορά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό. Ένα συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις που επιζητούν τη σταθερότητα και τον έλεγχο του χρέους και στις δυνάμεις που πιστεύουν στην ανάπτυξη και στη συρρίκνωση του χρέους μέσω αυτής.
Το θλιβερό είναι πως εκτός από την κυβέρνηση που έχει σαφέστατες θέσεις όσον αφορά τα δημοσιονομικά και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Υποσχόμενα αυξήσεις μισθών, μειώσεις τιμών, ρυθμίσεις χρεών, Δήμητρες, Οδυσσείς, κρατικοποιήσεις, εθνικοποιήσεις, φορολογήσεις και πάσης φύσεως παρεμβάσεις, που έχουν ένα σαφέστατο αντιεπενδυτικό πρόσημο. Η αντιπολίτευση αδυνατεί να κατανοήσει ότι μόνο μέσω της ανάπτυξης μπορεί να υπάρξει μείωση του δημοσίου χρέους, αύξηση των μισθών και άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Και κυρίως αδυνατεί να κατανοήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες και συσχετισμούς, διότι η καρδιά της είναι αφιερωμένη στο GREXIT.