Και εκεί που νομίσαμε πως είχαμε ξεμπερδέψει με τις ανόητες προτάσεις του Σύριζα σχετικά με τις επανακρατικοποιήσεις της ΔΕΗ, της Εθνικής Τράπεζας και της HelleniQ Energy (πρώην ΕΛΠΕ) και με τις φοροεπιδρομές σε έκτακτα κέρδη, υπερκέρδη, ατομικά εισοδήματα καθώς και στα έσοδα των ελευθέρων επαγγελματιών, έρχεται το ΠΑΣΟΚ να παραλάβει την σκυτάλη της άγνοιας.
Μάλιστα, της άγνοιας. Διότι από το πουθενά το ΠΑΣΟΚ εμφάνισε ξαφνικά τέσσερεις νέες προτάσεις που άπτονται της φορολογίας. Οι θέσεις που παρουσίασε σχετικά με την κοστολόγηση του προγράμματός του, παραπέμπουν κάπου ανάμεσα στις ανακρίβειες και στις ασάφειες, κάπου ανάμεσα στα 400 εκατ. ευρώ και στα 2,4 δισ. ευρώ. Οπότε επιστρατεύτηκαν τα μεγάλα όπλα, που δεν είναι άλλα από τα φορολογικά μέτρα, που θα στηρίξουν το μη κοστολογημένο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και οποιοδήποτε δημοσιονομικό κενό.
Τι πρότειναν τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ;
Αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων
Έκτακτη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων
Μείωση του αφορολόγητου των γονικών παροχών στις 400.000 ευρώ.
Αύξηση των φόρων (όπως του ΕΝΦΙΑ) που οδηγούν στην αναδιανομή.
Θα μου πείτε, είναι δυνατόν παραμονές εκλογών το ΠΑΣΟΚ να υπόσχεται αυξήσεις φόρων; Και όμως, όπως φαίνεται είναι. Στην προσπάθεια του, το ΠΑΣΟΚ να διεμβολίσει την εκλογική μάζα που βρίσκεται στα αριστερά του, σηκώνει την παντιέρα της φορολογνείας και της φοροεπιδρομής ακόμα πιο ψηλά από εκεί που την είχε υψώσει το κόμμα του Σύριζα. Και φυσικά μέσα από αυτήν την εντελώς παράδοξη προσέγγισή του, αποδεικνύει πέραν όλων των άλλων και την τερατώδη άγνοια σχετικά με τον ευαίσθητο τομέα της φορολογίας των μερισμάτων.
Για την προεκλογική πρόταση που αφορά στην αύξηση του ΕΝΦΙΑ, δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε. Όλοι οι πολίτες νιώθουν ανακουφισμένοι από τη σημαντική μείωση στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε ένα φόρο που είχε επιβληθεί με άλλο όνομα και με άλλη μορφή τον Σεπτέμβριο του 2011 από τον τότε υπουργό Οικονομικών, Ευάγγελο Βενιζέλο. Το λεγόμενο και «χαράτσι του Βενιζέλου». Οπότε, θεωρούμε απίθανο να εκτιμά το ΠΑΣΟΚ πως θα προσελκύσει έστω και μια ψήφο μέσω της ανακοίνωσης της αύξησης του ΕΝΦΙΑ.
Σχετικά με τη μείωση του αφορολόγητου των γονικών παροχών από τα 800.000 ευρώ στα 400.000 ευρώ, η απάντηση έχει δοθεί ήδη από τον Άκη Σκέρτσο που ανέφερε πως οι μεταβιβάσεις ακινήτων μέσω γονικών παροχών ήταν παγωμένες για πολύ καιρό, με αποτέλεσμα τα ετήσια έσοδα για το δημόσιο να είναι της τάξης των 26 εκατ. ευρώ.
Η πρόταση για την έκτακτη φορολόγηση υπερκερδών και λοιπών πομφολύγων, αφορά 150 επιχειρήσεις που δεν κατονομάζονται, που ίσως να είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ίσως και να μην είναι, που ανήκουν σε συγκεκριμένους κλάδους ευνοημένους από τις συγκυρίες, ίσως όμως και να μην ανήκουν. Διότι 150 επιχειρήσεις που να έχουν ευνοηθεί από την εκτόξευση των τιμών ενέργειας ή από την αύξηση των επιτοκίων, εκτιμούμε πως δεν υπάρχουν στη χώρα μας. Και δεν είναι τυχαίο πως τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ αδυνατούσαν να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα των δημοσιογράφων, σχετικά με αυτές τις 150 επιχειρήσεις, επικαλούμενα «σαρδάμ», παρερμηνείες και δικαιολογίες νηπιακού επιπέδου. Όμως, όταν μιλάς για φόρους πρέπει να είσαι τουλάχιστον καλά προετοιμασμένος και σοβαρός, διότι ουσιαστικά μιλάς για τα εισοδήματα των πολιτών και τα οικονομικά μεγέθη των επιχειρήσεων.
Κι ερχόμαστε τώρα στο θέμα των μερισμάτων των επιχειρήσεων. Δηλαδή στο τμήμα των κερδών των επιχειρήσεων που έχει ήδη φορολογηθεί στις εταιρείες και φορολογείται εκ νέου πριν αποτελέσει τελικό εισόδημα για τους μετόχους. Η πτώση της φορολογίας των μερισμάτων από το αρχικό 15% που ίσχυε επί κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, μέχρι το σημερινό 5% της Νέας Δημοκρατίας τα έσοδα του δημοσίου έχουν τετραπλασιαστεί. Ακολουθώντας τη βασική και θεμελιώδη αρχή, πως όσο χαμηλώνουν οι φορολογικοί συντελεστές τόσο αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα.
Τι έρχεται να προτείνει η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ που αγνοεί την οικονομική αλφάβητο; Την αύξηση του φορολογικού συντελεστή από το 5% στο 10% για το ποσό των μερισμάτων από 50.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ και στο 15% για μερίσματα άνω των 100.000.
Ποιους πλήττει αυτό το μέτρο; Κανέναν άλλον πέραν των ιδιοκτητών των μικρών, μικρομεσαίων και μεσαίων επιχειρήσεων. Διότι, οι μεγαλομέτοχοι των μεγάλων επιχειρήσεων είναι είτε εταιρείες holding, ή ξένοι θεσμικοί επενδυτές που φορολογούνται μέσω ειδικών διακρατικών συμφωνιών αποφυγής διπλής φορολογίας. Με αυτόν τον τρόπο είναι προφυλαγμένοι από τυχόν φορολογικές ακροβασίες. Οπότε μόνο οι μέτοχοι των μικρών επιχειρήσεων που ζουν αποκλειστικά από την επιχειρηματική τους ιδιότητα θα δουν τα καθαρά εισοδήματα τους να υποχωρούν.
Θα αυξηθούν τα έσοδα του δημοσίου; Πιθανότατα οριακά. Διότι τα μεγάλα εταιρικά σχήματα που περιγράψαμε, ούτως ή αλλιώς έχουν διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση. Οι δε υπόλοιποι μεγαλομέτοχοι των εταιρειών θα προσέχουν να αποφεύγουν τη διανομή μερισμάτων και θα προτιμούν την αποθεματοποίηση των εταιρικών κερδών στους ισολογισμούς των εταιρειών τους, που θα μετατρέπονται σε «ίδια κεφάλαια». Τα οποία αργότερα θα μπορούν να τα εισπράξουν μέσω αφορολόγητης επιστροφής κεφαλαίου.
Ωστόσο, ακόμα και αν προσωρινά αυξηθούν τα έσοδα του δημοσίου, σαν αποτέλεσμα της υιοθέτησης υψηλότερων φορολογικών συντελεστών, σε βάθος χρόνου αυτά θα μειωθούν. Διότι στους επενδυτές δεν αρέσει να μοιράζονται τον πλούτο που δημιουργούν με το αδηφάγο κράτος. Και στους μικρούς και μικρομεσαίους επιχειρηματίες δεν αρέσει να μπαίνει το μακρύ κρατικό χέρι στην τσέπη τους. Με αποτέλεσμα, όσο αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές τόσο να αποκλιμακώνεται η διάθεση για τις επενδύσεις και η διάθεση για το επιχειρείν. Ενώ αντίθετα, να ανεβαίνει η διάθεση για φοροαποφυγή και για προστασία του εισοδήματος που παράγεται.