Από τα επίσημα χείλη της μετριοπαθούς πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, ακούστηκε προχθές η πλήρης διατύπωση της πρότασης για συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ - ΜέΡΑ25, με την ανοχή του ΚΚΕ. Η διατύπωση αυτή, προσπερνάει και το ερώτημα για τη σταθερή απουσία δυναμικής από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα λοιπόν από την πρόταση ομαδικής διακυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ κρύβει τις αδυναμίες του και τις τάσεις κανιβαλισμού ανάμεσα στους πιθανούς μελλοντικούς κυβερνητικούς εταίρους και νυν αντιπάλους που αλιεύουν ψήφους στον ίδιο περίπου χώρο.
Η Νέα Δημοκρατία από την πλευρά της, κοιτάζει περισσότερο προς τα αριστερά της και λιγότερο ή και καθόλου προς τα δεξιά της. Διότι οι ψήφοι που το 2019 δεν πήγαν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, που τα πράγματα είναι πιο κρίσιμα και η ανάγκη κυβερνητικής αλλαγής ήταν περισσότερο από αναγκαία, είναι δύσκολο να επανέλθουν σήμερα. Άλλωστε καμιά πτυχή των επιτυχιών της κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική, στα ελληνοτουρκικά, στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και στο επενδυτικό πεδίο, δεν άπτεται των ενδιαφερόντων και των προτεραιοτήτων των ψηφοφόρων του κόμματος Βελόπουλου.
Η Νέα Δημοκρατία είναι λογικό να εστιάζει την προσοχή της στον χώρο της Κεντροαριστεράς που τη βοήθησε στις εκλογές του 2019 να γίνει κυβέρνηση, αλλά που σήμερα πιθανά να φλερτάρει πολιτικά με το ΠΑΣΟΚ. Εξ ου και η εμμονική αγκύλωση του ΠΑΣΟΚ στο θέμα των παρακολουθήσεων, που ενώ δεν μαγνητίζει το ενδιαφέρον των πολιτών σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ίσως να ενεργοποιεί κάποια υπολανθάνοντα αντιδεξιά σύνδρομα. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στα εργασιακά και κοινωνικά θέματα, καθώς και στα θέματα παιδείας, κινούνται πολύ κοντά στη συνείδηση και στην ψυχολογία της σοσιαλδημοκρατίας.
Το ΠΑΣΟΚ από τη πλευρά του, είναι λογικό να πιέζεται και να επιχειρεί σε δυο διαφορετικά μέτωπα. Στο μέτωπο των οπαδών του, που ψήφισαν Νέα Δημοκρατία χωρίς να έχουν ωστόσο ενσωματωθεί σε αυτήν και στο μέτωπο των οπαδών του, που πέρασαν τις διαχωριστικές γραμμές και ενσωματώθηκαν πλήρως στο Σύριζα. Έτσι στη διμέτωπη μάχη που δίνει το ΠΑΣΟΚ, είναι φυσικό να κάνει λάθη και αστοχίες, αφού απευθύνεται σε δυο εντελώς διαφορετικά κοινά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, έχοντας «δεσμεύσει» τις ψήφους από το παλιό και βαθύ ΠΑΣΟΚ, κοιτάζει μόνο προς τα αριστερά του, επιδιώκοντας να ενσωματώσει όλα τα κόμματα και τις ομάδες που κινούνται στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η επιλογή του να μην διαθέτει ρεαλιστικές προτάσεις και να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τα πραγματικά δεδομένα, ταξιδεύοντας στο χώρο της ιδεοληψίας, βάζει μια ταφόπετρα στον πολιτικό χώρο ανάμεσα στον Σύριζα και στη ΝΔ.
Το κόμμα Βαρουφάκη, εξακολουθεί να προσελκύει όσους εκστασιάζονται από τον πληθωρικό, αλλά κενό πολιτικό λόγο του αρχηγού του. Παράλληλα οι πολιτικά παρδαλές δηλώσεις και παρεμβάσεις των βουλευτών του, πιθανά να μαγνητίζουν κάποιους εφήβους με αντισυστημικές αντιλήψεις.
Τέλος το ΚΚΕ κοιτάζει στο εσωτερικό του, με μια ομφαλοσκόπηση διαρκείας, θωρακίζοντας τον κομματικό του μηχανισμό, απέναντι στις μολύνσεις της «πραγματικότητας του 2022». Διότι χρονικά και ιδεολογικά το ΚΚΕ βρίσκεται στάσιμο στα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο. Οπότε όσοι ελπίζουν σε ψήφο ανοχής του, προς τους σοσιαλδημοκράτες του ΠΑΣΟΚ, τους «διαγραμμένους οπορτουνιστές» του Σύριζα και τους πολιτικούς χαβαλέδες του MέΡΑ25, μάλλον βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου.
Η πορεία προς τις εκλογές, δεν είναι σίγουρο πως θα βασίζεται στη διεκδίκηση «θετικής ψήφου». Όπως το 2019 αρκετοί ψήφισαν με το σκεπτικό «να φύγει ο Σύριζα», μπορεί και στις ερχόμενες εκλογές να ψηφίσουν «για να μην ξαναέρθει ο Σύριζα». Το ίδιο συμβαίνει και με όσους ενστερνίζονται την ιδεολογική πλατφόρμα QAnon που θα ψηφίζουν αρνητικά προς το «σύστημα», το «κράτος», το «πολιτικό κατεστημένο» και οτιδήποτε θεωρούν πως τους επιβάλλεται.
Παραμένει αδιευκρίνιστη και μυστήρια η συμμετοχή στις εκλογές και η πρόθεση ψήφου των νέων ψηφοφόρων. Διότι είναι σίγουρο ότι αυτή η γενιά κινείται κάτω από τα ραντάρ των κομμάτων, έξω από τις δημοσκοπήσεις και δεν χαρακτηρίζεται από κομματικές ή ιδεολογικές δεσμεύσεις.