Το ερώτημα που απασχολεί μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αφορά την πιθανότητα μη σχηματισμού κυβέρνησης στις εκλογές του 2023 και το ενδεχόμενο διενέργειας δεύτερων εκλογών. Το ενδεχόμενο αυτό απασχόλησε και τη συζήτηση ανάμεσα στους επενδυτές του Λονδίνου και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε σε σχετική ερώτηση με δυο τρόπους, θέτοντας το θέμα της σημασίας των εκλογών, αλλά και της διαδικασίας των δεύτερων εκλογών.
Για το πρώτο ανέφερε πως μόλις επιλυθεί αυτό το ζήτημα, αναμένει μια νέα ώθηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών στην Ελλάδα, πως είναι αισιόδοξος ότι θα συγκροτηθεί μια αυτοδύναμη κυβέρνηση και πως μετά τις εκλογές αναμένει μία νέα έκρηξη επενδύσεων.
Για το δεύτερο υπογράμμισε πως δεν θα πρέπει το ενδεχόμενο διπλών εκλογών να ανησυχήσει τους επενδυτές. Διότι οι δεύτερες κάλπες θα στηθούν πολύ γρήγορα, μετά τις πρώτες. Θα μεσολαβήσει διάστημα εβδομάδων -όχι μηνών- ίσως τέσσερις, πέντε, έξι εβδομάδες προσωρινής κυβέρνησης ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Ωστόσο, περισσότερο απ’ όλους, το ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών, απασχολεί τα δυο κόμματα που κινδυνεύουν να δουν τις δυνάμεις τους αποδυναμωμένες, μετά τη διπλή δοκιμασία. Και μιλάμε για το ΠΑΣΟΚ και το κόμμα Βαρουφάκη. Και μάλιστα το κόμμα Βαρουφάκη, κινδυνεύει να βρεθεί και εκτός Κοινοβουλίου, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα. Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι πιθανό να χάσει τα διψήφια ποσοστά του και να βρεθεί κάτω από το 10%. Σχετική έρευνα έδειξε πως αν οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές το ΠΑΣΟΚ θα χάσει το 10,2% και θα βρεθεί γύρω από το 8%.
Οι ψήφοι που θα χαθούν από το κόμμα Βαρουφάκη θα κατευθυνθούν στον Σύριζα, ενώ οι ψήφοι που θα χαθούν από το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως πιθανότατα θα οδεύσουν προς το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η σχετική έρευνα δείχνει πως στον δεύτερο γύρο η ΝΔ θα κερδίσει 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και ο Σύριζα μόλις 1,3%.
Επομένως, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και το κόμμα Βαρουφάκη, θα πρέπει να αποφύγουν την περιπέτεια της μείωσης της δύναμης τους, που είναι ορατή στις δεύτερες εκλογές. Διότι δεν θα υπάρχει το περιθώριο δικαιολόγησης της βύθισης τους μέσω των επιχειρημάτων που ετοιμάζει ο Σύριζα με αναφορές σε αμφισβήτηση των διαδικασιών, σε ενδεχόμενη θεσμική εκτροπή και σε νοθεία, από τον περιβάλλον των δικών του μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Οπότε δεν θα πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο το ΠΑΣΟΚ να απαντήσει θετικά στην προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να φτιάξει κυβέρνηση από τον πρώτο γύρο. Και το ερώτημα είναι το αν αυτό θα το πράξει διότι πράγματι πιστεύει σε μια κυβερνητική συνεργασία ή θα οδηγηθεί σε αυτήν την κίνηση για να μην βρεθεί εκτός αγώνα με κτύπημα νοκ άουτ; Θα προτιμήσει να βρεθεί εκτός κυβερνήσεως με συρρικνωμένη κοινοβουλευτική παρουσία ή να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση με κάθε τρόπο και κάθε κόστος;
Και πως θα αντιμετωπίσει αυτό το ενδεχόμενο ο Κυριάκος Μητσοτάκης που όπως έχει δηλώσει επιθυμεί μια αυτοδύναμη κυβέρνηση; Και φυσικά μια αυτοδύναμη κυβέρνηση δεν την επιθυμεί μόνο η ΝΔ, αλλά και η πλειοψηφία των πολιτών που θέλει καθαρές λύσεις και δεν θέλει να δει πισωγυρίσματα, συναλλαγές και πειραματισμούς. Διότι μια συγκυβέρνηση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ, θα προϋποθέτει συμβιβασμούς και υποχωρήσεις απέναντι στην κεκτημένη ταχύτητα και πορεία της οικονομίας της χώρας και του ψηφιακού μετασχηματισμού της.
Είναι φανερό πως ό,τι και να προσπαθήσουν οι πεσμένοι με νοκ άουτ ηττημένοι των εκλογών, δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την προδιαγεγραμμένη πορεία της Ελλάδας προς την ανάπτυξη. Τα μοντέλα συγκυβέρνησης με τα απομεινάρια του τρίτου δρόμου προς το σοσιαλισμό που συντάσσονται με κάθε αφορμή με τον Σύριζα, είναι εκ προοιμίου χαμένα.