Μετά τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας πήρε τα μαθήματα του και αποκλιμάκωσε τον τοξικό και αρνητικό του λόγο, υιοθετώντας θετικά οράματα και συνθήματα. Αντιθέτως, ο Νίκος Ανδρουλάκης και οι νεογέροντες επιτελείς του ΠΑΣΟΚ έγιναν ακόμα πιο τοξικοί, ακόμα πιο δηλητηριώδεις και ακόμα πιο επιθετικοί, εκτιμώντας πως αυτό θα τους ωφελήσει.
Από τον αναβαθμισμένο σε ένταση και οργή πολιτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ, απουσιάζει πλέον η έννοια του άγνωστου πρωθυπουργού ή του πρωθυπουργού Χ, όπως συνηθίσαμε να διαβάζουμε. Το προεκλογικό αυτό πυροτέχνημα έσβησε, μια που οι πολίτες αναζητούν καθαρές λύσεις και όχι μυστήρια. Ισχυρές κυβερνήσεις και όχι μυστήριες συναλλαγές και αδιαφανείς εξαρτήσεις.
Το μυστήριο ωστόσο παραμένει με τις αναφορές του, σε άγνωστες εταιρείες και σε άγνωστες οικογένειες. Οι άγνωστες εταιρίες -150 στον αριθμό- είναι αυτές που σύμφωνα με τους επικοινωνιακούς επιτελείς του ΠΑΣΟΚ έχουν κερδοσκοπήσει, έχουν παρουσιάσει υπερκέρδη και πρέπει να φορολογηθούν εκτάκτως. Επίσης, άγνωστες παραμένουν και οι 1.000 στον αριθμό, οικογένειες τις οποίες σύμφωνα με τον ίδιο το Νίκο Ανδρουλάκη υπηρετεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να διαβάσει και να αναλύσει τα αποτελέσματα των εκλογών, διαπιστώνοντας ότι «ο λαός ψήφισε και έδωσε ένα μεγάλο ποσοστό στη Νέα Δημοκρατία, κάτι που δεν περίμενε κανείς», ενώ ίδιος περίμενε «στο ταμείο των εκλογών να τα πληρώσει ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος όχι μόνο δεν τα πλήρωσε, αλλά αύξησε το ποσοστό του».
Αντί όμως να αντιληφθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την προεκλογική γραμμή που ο ίδιος είχε χαράξει και να την μεταβάλει, κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία για παντοδυναμία. Και θέτει στο στόχαστρο του, 150 εταιρείες και 1.000 οικογένειες, χωρίς να συνειδητοποιεί τους λόγους που ώθησαν 2.407.860 πολίτες να ψηφίσουν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έναντι 676.166 πολιτών που επέλεξαν το κόμμα του ΠΑΣΟΚ.
To παράδοξο σε αυτό το αφήγημα είναι πως από τη μια ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάζεται από το ΠΑΣΟΚ σαν ο αυριανός επικίνδυνος παντοδύναμος πρωθυπουργός και από την άλλη σαν ο πιστός υπηρέτης 1.000 οικογενειών και 150 επιχειρήσεων. Κάτι που δεν είναι μόνο παράδοξο αλλά και αντιφατικό.
Εκείνο που είναι ακόμα χειρότερο είναι πως δεν ακούμε από τα χείλη του ΠΑΣΟΚ ούτε τα ονόματα των 150 εταιρειών πέραν των 4 συστημικών τραπεζών, αλλά ούτε τα ονόματα των 1.000 οικογενειών που υπηρετεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία.
Είναι λογικό να ζητούν οι πολίτες να μάθουν τα ονόματα των 1.000 αφεντικών που σύμφωνα με το Νίκο Ανδρουλάκη εξουσιάζουν τον αυριανό παντοδύναμο πρωθυπουργό. Εξ ίσου όμως λογικό είναι να μην περιμένουν απάντηση. Καθώς αυτού του τύπου τα επιχειρήματα θυμίζουν καφενειακού επιπέδου συζητήσεις, ανάμεσα στους καφέδες, στα ούζα και τα τσίπουρα.
Συζητήσεις όπου ο καθένας λέει ό, τι θέλει, με την ανευθυνότητα του θαμώνα του καφενείου και την παρόρμηση από την κατανάλωση του οινοπνεύματος. Και δυστυχώς η ομάδα των πολιτικών νεογερόντων του ΠΑΣΟΚ, θυμίζει θαμώνες των πράσινων καφενείων του ’81, που εκτοξεύουν πολιτικές κατηγορίες, αναπτύσσουν οικονομικές ασυναρτησίες και προβαίνουν σε προσωπικές και δηλητηριώδεις επιθέσεις.
Η χρήση της έννοιας των άγνωστων οικογενειών και εταιρειών, συγκρίνεται κάλλιστα με τη χρήση των εννοιών των εχθρών και των συμφερόντων που χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ του ’81, που ποτέ ωστόσο δεν κατονόμαζε. Άλλωστε τις χρησιμοποιούσε μόνο σαν όπλο άσκησης της προπαγάνδας του και μόνο. Και όπως φαίνεται μετά από σαράντα χρόνια, το dna του ΠΑΣΟΚ δεν έχει μεταβληθεί στο παραμικρό.
Όπως και να έχει, η αλήθεια είναι ότι τα σχεδόν 2,5 εκατομμύρια πολιτών προφανώς και δεν είναι μέλη των 1.000 άγνωστων οικογενειών Χ. Και επίσης είναι προφανές οι 2,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι δεν είναι μέτοχοι των 150 άγνωστων εταιρειών Ψ.
Τα 2,5 εκατομμύρια πολιτών είναι αυτοί που επικρότησαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία για όλα όσα πέτυχε από το 2019 μέχρι σήμερα και που τον εμπιστεύτηκαν για επιτύχει ακόμα περισσότερα από το 2023 και μετά. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν συνειδητοποιήσει αυτό το γεγονός γρήγορα και δε αλλάξει πλώρη, θα διαγκωνίζεται τα επόμενα χρόνια με τον Σύριζα για τη δεύτερη θέση. Πολύ μακριά όμως από τα ποσοστά που θα του έδιναν τη δυνατότητα κυβερνητικής νίκης.