Διαβάζουμε τις τελευταίες ημέρες στους γνωστούς λογαριασμούς των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης που προωθούν τη γραμμή και τις θέσεις του Σύριζα, ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να αποτρέψει την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές, για να κερδίσει εξ αυτού του γεγονότος τις «ορφανές» ψήφους κασιδιαρικής προελεύσεως.
Στους ίδιους λογαριασμούς παρουσιάζονται εκτεταμένες αναλύσεις με βάση τις οποίες, ήταν οι πρώην ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής που στις εκλογές του 2019 είχαν δώσει την αυτοδυναμία στη Νέα Δημοκρατία. Έτσι με κάποιες μαθηματικές αλχημείες ή χτυπητές αδυναμίες κατανόησης των απλών κανόνων της αριθμητικής, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως από το 6,3% της Χρυσής Αυγής του 2015, που στις εθνικές εκλογές του 2019 είχε μειωθεί στο 2,9%, το 3% μεταφέρθηκε αυτούσιο στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Τι κι αν τα δεδομένα απορρίπτουν αυτό το συμπέρασμα. Διότι αν μελετήσει κανείς τους απόλυτους αριθμούς των ψήφων και τα σχετικά ποσοστά, από την πτώση της ΧΑ από το 2015 έως τις ευρωεκλογές του 2019, σύμφωνα με τους δημοσκόπους και ερευνητές των τάσεων της κοινής γνώμης, προς τη Νέα Δημοκρατία πήγε το 19% της μείωσης αυτής, ενώ στα υπόλοιπα κόμματα οδηγήθηκε το 81%. Επιπλέον, από την κατά 2% μείωση της δύναμης της ΧΑ από τις ευρωεκλογές μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2019, το 12% κατευθύνθηκε προς τη ΝΔ και το 88% στα υπόλοιπα κόμματα.
Και αν αθροιστούν αυτά τα ποσοστά, τότε μας κάνουν 0,89% του εκλογικού σώματος και όχι 3%, όπως υποστηρίζει η προπαγάνδα του Σύριζα, στην προσπάθεια της να ταυτίσει τη Νέα Δημοκρατία με τη Χρυσή Αυγή, ή τη Χούντα των Συνταγματαρχών, πίσω από το σύνθημα πως «η χούντα δεν έπεσε το ‘73».
Όμως αφού σηκώνει τόσο ψηλά τον πήχη της αντιπαράθεσης ο Σύριζα, καλό θα ήταν να εξηγήσει στους ψηφοφόρους, αν η συμμετοχή του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές και η εκπροσώπηση του στο Κοινοβούλιο, θα ευνοούσε τον Σύριζα ή όχι. Διότι η απάντηση είναι πως ναι.
Είναι γνωστό πως όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του εκλογικού σώματος που εκπροσωπείται στην Βουλή, τόσο πιο δύσκολο είναι το σενάριο σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Και ως γνωστόν, ο στόχος του Σύριζα είναι να αποτύχει η Νέα Δημοκρατία να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και να προκύψει συγκυβέρνηση των υπολοίπων κομμάτων.
Όμως το υπόλοιπο 2,9% της Χρυσής Αυγής του 2019 και το σημερινό ποσοστό του κόμματος Κασιδιάρη, έχει πλέον διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που είχαν εμφανιστεί μέσα από το κίνημα των αγανακτισμένων της «πάνω Πλατείας Συντάγματος». Παρουσιάζει εμπεδωμένα αντισυστημικά χαρακτηριστικά, διακρίνεται από ισχυρή αντιθεσμική αντίληψη και διακατέχεται από μια ανεξέλεγκτη οργή και ένα έντονο θυμό.
Η εκλογική ήττα του 2019, σύμφωνα με τις τότε αναλύσεις των δημοσκόπων οφείλονταν σε σημαντικό βαθμό τόσο στη μη ταύτιση των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής με τη νεοναζιστική ιδεολογία της, όσο και στη μη ταύτιση του εκλογικού ακροατηρίου με τα έργα της ΧΑ.
Ωστόσο, ο πυρήνας που εξακολουθεί να συμβαδίζει με τον συγκεκριμένο χώρο, θέτει υψηλά στις προτεραιότητες του το κομμάτι της βίας, του τραμπουκισμού και του «τσαμπουκά», σαν εργαλείο απαξίωσης της δημοκρατίας και σαν αντίδραση απέναντι στο σύστημα, με ό,τι περικλείει αυτός ο όρος στη σκέψη τους.
Ο συρρικνωμένος μετά τις εκλογές του 2019 πολιτικός αυτός πυρήνας διακατέχεται από αντιδυτικές απόψεις, από αντιευρωπαϊκές θέσεις και από απέραντο μίσος απέναντι στην αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. Διακρίνεται από ένα θαυμασμό απέναντι στον φασισμό και στον ολοκληρωτισμό, καθώς και από μια έντονη προσκόλληση στο καθεστώς Πούτιν. Και διάκειται πάντα αρνητικά απέναντι σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο δε ζήτημα του μεταναστευτικού, οι θέσεις του κόσμου που κινείται πέριξ του κόμματος Κασιδιάρη εμπνέονται από ακραίες και πρωτόγονες ρατσιστικές αντιλήψεις.
Επομένως, η συζήτηση που έχει ξεκινήσει ο Σύριζα σχετικά με την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν οι οπαδοί του κόμματος Κασιδιάρη, αν το κόμμα τους δεν κατέβει στις εκλογές, γίνεται εκ του πονηρού και μόνο. Με μοναδικό σκοπό να «αναδείξει» τον ακροδεξιό χαρακτήρα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι δυνατόν οι αποκλεισμένοι από τις εκλογές να ενισχύσουν με τις ψήφους τους, το κόμμα που τους πέταξε έξω από το εκλογικό παιχνίδι; Είναι δυνατόν οι αμετανόητοι υποστηρικτές των φυλακισμένων, να ψηφίσουν στο κόμμα που τους οδήγησε στη δικαιοσύνη το 2013;
Είναι δυνατόν οι νοσταλγοί του ναζισμού, να δώσουν την ψήφο τους στη ΝΔ, όταν ήταν αυτή η ίδια η κυβέρνηση που επιτάχυνε τους ρυθμούς κίνησης της δικαιοσύνης εναντίον τους; Ασφαλώς και όχι. Όμως στα πλαίσια της άλογης τοξικότητας που διαπερνά τον προεκλογικό λόγο του Σύριζα, ακόμα και τα πιο ευφάνταστα σενάρια παρουσιάζονται σαν πραγματικά.