Αναζητώ την ύπαρξη κοινών σημείων αναφοράς πάνω στα οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να πατήσει ένας μεγάλος συνασπισμός για τη δημιουργία μιας οικουμενικής κυβέρνησης. Διότι είναι ένα σενάριο που προωθείται ολοένα και περισσότερο. Όμως θα είναι ένα σενάριο που θα προκαλέσει μια επικίνδυνη ακινησία όσον αφορά στην πραγματική οικονομία και τις επενδύσεις.
Μα καλά, προτιμάς την ακυβερνησία, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος; Φυσικά και όχι. Όμως μια χώρα δεν χρειάζεται απλά να κυβερνηθεί, αλλά πρέπει να κυβερνηθεί σε συνοχή και πειθαρχία προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που μπορεί να λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο για πολύ καιρό μέχρι να επιτευχθούν οι απαραίτητες συγκλίσεις και να ολοκληρωθούν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί. Ώστε να δομηθεί ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, από κόμματα που διαθέτουν και εκφράζουν αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις σε μια σειρά από θέματα κομβικής σημασίας.
Διότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης όπου τα βασικά διλήμματα έχουν ξεπεραστεί και η βασική πυξίδα των οικονομιών τους είναι μόνιμα στραμμένη προς στην κατεύθυνση της επιχειρηματικότητας, των επενδύσεων και της ελεύθερης οικονομίας, δεν έχει επιτευχθεί ούτε στο ελάχιστο μια στοιχειώδης κοινή αντίληψη για το πώς πρέπει να βαδίζει η πραγματική οικονομία.
Σήμερα λοιπόν που τα δείγματα γραφής από τις κυβερνήσεις συνασπισμού που κυβερνούν στη Ευρώπη, δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, η πίεση που ασκείται από αρκετές πλευρές για τη δημιουργία μιας οικουμενικής κυβέρνησης ακούγεται παράταιρη.
Στη Γερμανία που έχει μια βαθιά προϊστορία συγκυβερνήσεων, ο κυβερνητικός συνασπισμός με τους σοσιαλδημοκράτες, τους πράσινους και τους φιλελεύθερους αδυνατεί να προωθήσει πολιτικές που είναι απαραίτητες για τη μετάβαση της Γερμανίας σε μια πιο φιλική κατεύθυνση προς το περιβάλλον και την τεχνολογικά προηγμένη οικονομία. Και ταυτόχρονα καθυστερεί την αλλαγή σε μια σειρά από νόμους και κανονισμούς που οδηγούν σε ακινησία, τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Τα τρία κόμματα αντί να κυβερνούν, επιδίδονται σε αντιπαραθέσεις και διαξιφισμούς, εστιάζοντας στα δημοσκοπικά ευρήματα και στην ελαχιστοποίηση του «πολιτικού κόστους» που συνοδεύει τις από κοινού αποφάσεις που λαμβάνει η Γερμανική κυβέρνηση. Στο χθεσινό δημοσίευμα «Γερμανία: Ο κυβερνητικός συνασπισμός συνεδριάζει από χθες χωρίς αποτέλεσμα - Τα σημεία διαφωνίας», καταγράφεται αυτή ακριβώς η αδυναμία.
Αλλά και σε χώρες όπως είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία, στις οποίες η κυβέρνηση αποτελείται από κόμματα που χαρακτηρίζονται από «ιδεολογική συγγένεια», τα αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα. Διότι τα κοινά σημεία αναφοράς είναι ελάχιστα. Και το προβληματικό είναι, πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν διαβάζει και δεν κατανοεί με τον ίδιο τρόπο όχι μόνο την τρέχουσα πραγματικότητα, αλλά και τα πεπραγμένα.
Ένα παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο η αντιπολίτευση πανηγυρίζει για την ένταση στο Παρίσι, που έχει προκληθεί από τη μεταρρύθμιση του προέδρου Μακρόν στο συνταξιοδοτικό. Η αντιπολίτευση στα λόγια δεν αντιλαμβάνεται τη διασύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, ενώ την είχε προωθήσει όταν βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή ο υφυπουργός Εργασίας Παναγιώτης Τσακλόγλου μιλώντας για το όριο συνταξιοδότησης παραλλήλισε την κατάσταση που επικρατεί στη Γαλλία με εκείνη της Ελλάδας επί Γιαννίτση το 2001 και τη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα, ανέφερε ότι έγινε μία προσπάθεια, η οποία δυστυχώς ήταν ανεπιτυχής, να νοικοκυρευτεί το σύστημά μας.
Και το αποτέλεσμα ήταν την πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα οι μεταβιβάσεις στην οποία είχαμε από τον προϋπολογισμό στο ασφαλιστικό σύστημα αντιστοιχούσαν στα 2/3 της συνολικής αύξησης του δημοσίου χρέους. Διακρίνετε κάπου, έστω κι ένα ελάχιστο σημείο σύγκλισης;
Ένα ακόμα παράδειγμα που είναι μάλιστα πολύ πιο σοβαρό είναι αυτό που περιγράφεται σε συνέντευξη του πρώην υπουργού της κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου, Γιώργου Χουλιαράκη στην Καθημερινή.
Ο πρώην υπουργός ο οποίος διαθέτει το πολιτικό προφίλ για να συμμετάσχει σε μια «οικονουμενική κυβέρνηση», ανέφερε πως το τρίτο μνημόνιο που μας φόρτωσε στην πλάτη ο Σύριζα λόγω της επικίνδυνης και ανερμάτιστης πολιτικής που ακολούθησε μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2015, όχι μόνο δεν ήταν αχρείαστο, αλλά ήταν αναγκαίο.
Τη διάλυση της οικονομίας και της κοινωνίας με φορολογικά μέτρα για την επίτευξη πλεονασμάτων και την αύξηση του χρέους, τις χαρακτηρίζει σαν μια μακροοικονομική στρατηγική που υιοθετήθηκε το καλοκαίρι του 2015 και που ήταν μελετημένη. Και τέλος αρνούμενος να δεχθεί τις πραγματικές ευθύνες της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, προχωρά σε συγκρίσεις της Ελλάδας του 2023 με την Ελλάδα του 2007. Ξεχνώντας επιμελώς την περίοδο 2015-2019.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες παραδείγματα που καταγράφουν το χαοτικό κενό ανάμεσα στις διαφορετικές αναγνώσεις της πραγματικότητας και των ιστορικών δεδομένων. Πιθανόν όσοι ονειρεύονται σενάρια οικουμενικής κυβέρνησης, να πατούν ακριβώς πάω σε αυτό το «χαοτικό κενό», το οποίο θα οδηγήσει σε πλήρη ακινησία. Όμως οι πολίτες της χώρας θέλουν να προχωρήσουν μπροστά και να μην αποτελούν μέρος ενός ανατολίτικου παζαριού ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις, μέχρι να υιοθετηθεί μια κοινή, αλλά χωλή απόφαση.