Εκεί που σχεδιάζουμε την Ελλάδα που θέλουμε για το 2030 και το 2050, έρχεται μια καταστροφή και ένα δυστύχημα, για να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα, κλονίζοντας τις προσδοκίες μας. Εκεί που αναζητούμε μια νέα κανονικότητα σαν κοινωνία και σαν οικονομία, έρχεται μια κρίση για αμφισβητήσει κάθε σημείο αναφοράς και εκκίνησης.
Και είναι λογικό. Διότι εκεί που μιλούσαμε για αλλαγή του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, για μια πιο ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία, για ένα κράτος που θα υπηρετεί και δεν θα βασανίζει τον πολίτη, έρχονται οι διαδοχικές κρίσεις και ξεγυμνώνουν, το αποτελεσματικό κράτος, την ανταγωνιστική οικονομία και την ανοικτή κοινωνία. Διότι κάθε κρίση συνήθως καταφέρνει «να μας βάζει πίσω στο καβούκι μας» είτε από φόβο, είτε από οργή, είτε από απογοήτευση. Αφού είναι διάχυτη η αίσθηση, πως ενώ όλα αλλάζουν, όλα τα ίδια μένουν.
Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, είναι να συνειδητοποιήσουμε πως οι κρίσεις θα αποτελούν πλέον μέρος της κανονικότητας. Διότι εμφανίζονται ολοένα και πιο συχνά. Διότι η διάρκεια τους είναι μεγαλύτερη. Διότι το εύρος και το βάθος τους αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις. Διότι είναι πιο πολύπλοκες. Διότι προκύπτουν μέσα από διάφορες αιτίες και αφορμές. Και διότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται “ad hoc”. Αλλά η αντιμετώπιση τους θα πρέπει να αποτελεί μέρος ενός ενιαίου διαχειριστικού σχεδιασμού.
Δηλαδή δεν θα έχουμε να κάνουμε με την αντιμετώπιση κάποιων σποραδικών έκτακτων συμβάντων. Δεν θα έχουμε να κάνουμε με έκτακτες ανάγκες, που θα οδηγούν σε έκτακτες κινητοποιήσεις και έκτακτους χειρισμούς. Αντιθέτως θα έχουμε να κάνουμε με μια ακολουθία κρίσεων, που θα χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, αλλά μέσα σε ένα αυστηρά δομημένο και αποτελεσματικό σύστημα.
Διαφορετική αντιμετώπιση θα απαιτηθεί για παράδειγμα για μια υγειονομική κρίση, διαφορετική για μια ενεργειακή κρίση, διαφορετική για μια πυρκαγιά ή μια πλημμύρα, διαφορετική για την ευρύτερη κλιματική κρίση, διαφορετική σε μια κρίση δολιοφθοράς ή σε μια ψηφιακή κρίση, διαφορετική για μια προσφυγική ή μεταναστευτική κρίση, διαφορετική για μια υβριδική κρίση σαν κι αυτή που είχε εμφανιστεί στον Έβρο του 2020 και διαφορετική για μια επισιτιστική κρίση. Και ασφαλώς με εντελώς διαφορετικό τρόπο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κρίσεις που εμφανίζονται λόγω πολεμικών συρράξεων ή και παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων.
Οι κρίσεις σαν μέρος της κανονικότητας, δεν απαιτούν ούτε ήρωες, ούτε θυσίες. Δεν χρειάζονται ούτε φιλότιμο, ούτε άλλα θετικά χαρακτηριστικά που συνηθίζουμε να αναδεικνύουμε στις δύσκολες στιγμές. Οι κρίσεις απαιτούν καλοσχεδιασμένους μηχανισμούς, ισχυρή τεχνογνωσία, βαθιά εμπειρία, καθώς και ευσυνείδητους και ικανούς πολίτες που θα κάνουν την αυστηρά προδιαγεγραμμένη δουλειά τους.
Οι κρίσεις σαν μέρος της κανονικότητας, συχνά μετατρέπονται σε ευκαιρίες. Διότι απέναντι στον κίνδυνο κινητοποιούνται δυνάμεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν το «άμεσο» και να διερευνήσουν και να ανιχνεύσουν το μελλοντικό. Η ιστορία έχει δείξει πως μετά από κάθε κρίση, τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι θεαματικά. Αφού η επιστήμη και η τεχνολογία καλούνται πάντοτε να δώσουν λύσεις.
Ειδικά σήμερα που οι κρίσεις αποτελούν αλληλένδετο κομμάτι του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, πάνω στο οποίο βαδίζει ο πολιτισμός μας. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Ειδικά αν αναλογιστούμε το τι επακολούθησε μετά από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω της πανδημίας που ανέδειξε νέους γεωπολιτικούς συσχετισμούς και αποκάλυψε τη μετατροπή των αγροτικών προϊόντων, των βιομηχανικών πρώτων υλών, και των πηγών ενέργειας, σε όπλα πίεσης και καταστροφής στα πλαίσια ενός άτυπου αλλά ενεργού εμπορικού πολέμου.
Οι κρίσεις ήρθαν για να μείνουν. Είναι μέρος της νέας κανονικότητας. Και πρέπει όλοι να προσαρμοστούμε σε αυτή νέα κανονικότητα. Και πρώτο και καλύτερο το κράτος. Διότι η αναποτελεσματικότητα και η ανεπάρκεια παύουν να είναι γραφικές και ανεκτές. Γίνονται επικίνδυνες.