Διαβάζουμε ότι λίγο – πολύ, οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις θεωρούν πως η πιθανότητα συνεργασίας ανάμεσα τους, μετά τις εκλογές είναι μεγάλη. Οι ηγεσίες των κομμάτων, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, προωθούν την άποψη πως από τις πρώτες εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής θα οδηγηθούμε στη δημιουργία μιας «προοδευτικής κυβέρνησης».
Φυσικά, μια τέτοια κυβέρνηση, δεν μπορεί να στηρίζεται σε προγραμματικές συγκλίσεις, που είναι οριακές έως ανύπαρκτες. Θα στηρίζεται όμως στο φόβο των κομματικών ηγεσιών για την επόμενη ημέρα.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πως οποιοδήποτε ποσοστό κάτω από το 31,53% που είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2019, θα πυροδοτήσει εξελίξεις στο εσωτερικό του κόμματος του. Διότι τα νέα σε ηλικία στελέχη πρώτης γραμμής του Σύριζα δεν θα αρκεστούν για μια ακόμα φορά στο «να βλέπουν τα τρένα να περνούν» και να παραμένουν εκτός εξουσίας, αφού και φιλόδοξα είναι και πολύ πιο προσγειωμένα στην πραγματικότητα είναι, από την ηγεσία τους.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης γνωρίζει πως αν το ΠΑΣΟΚ, δεν λάβει ένα ισχυρό διψήφιο ποσοστό, τουλάχιστον κατά 50% αυξημένο από το 8% των εθνικών εκλογών του 2019, δεν θα έχει την παραμικρή ελπίδα να σταθεί όρθιο, στο ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Αλλά αντίθετα θα κινδυνεύσει να συνθλιβεί κάτω από την πίεση και τα διλλήματα διακυβέρνησης ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο Σύριζα.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης, γνωρίζει πως αν έχει μια ευκαιρία στη ζωή του να ξαναβρεθεί σε υπουργικό θώκο, αυτή ανοίγεται και κλείνει στις 21 Μαΐου. Σε διαφορετική περίπτωση θα παραμείνει στο επίπεδο των γραφικών αντισυστημικών καταγγελιών.
Αλλά και το κόμμα Βελόπουλου, έχει συνειδητοποιήσει ότι η ευκαιρία να γίνει ένας νέος Πάνος Καμμένος, είναι αυτή εδώ μπροστά του.
Ωστόσο, πέρα από τις επιθυμίες των ηγεσιών, καλό είναι να εξετάσουμε τι συμβαίνει στο εσωτερικό των κομμάτων και στον κύκλο της εκλογικής τους βάσης. Σύμφωνα με την ανάλυση έρευνας της ΕΤΕRΟΝ: «Ακτινογραφία των ψηφοφόρων», υπάρχουν αρκετά σημεία τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα πως το ενδεχόμενο της δημιουργίας μιας «προοδευτικής κυβέρνησης» με κυρίαρχο συνδετικό ιστό τον αντιμητσοτακισμό, ουδόλως ανταποκρίνεται στις θέσεις και στα πιστεύω των ψηφοφόρων.
Το 88% των ψηφοφόρων του Σύριζα, το 91% του κόμματος Βαρουφάκη και το 88,5% του κόμματος Βελόπουλου, είναι δυσαρεστημένοι από τον τρόπο που λειτουργεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα, με το ποσοστό των ψηφοφόρων τους ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται στο 58%.
Η εμπιστοσύνη στον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας, στους ψηφοφόρους του Σύριζα βρίσκεται στο 24%, της Ελληνικής Λύσης στο 19%, του ΜέΡΑ25 στο 15%, ενώ στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται το 53%.
Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ εμπιστεύονται το θεσμό του Κοινοβουλίου σε ποσοστό 46%, ενώ του Σύριζα κατά 27%, του ΜέΡΑ25 κατά 15% και της Ελληνικής Λύσης κατά 12%.
Τη Δικαιοσύνη εμπιστεύεται μόλις το 13% των ψηφοφόρων του Σύριζα, το 15% της Ελληνικής Λύσης και το 14% του ΜέΡΑ25. Την ίδια στιγμή η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς την Ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται στο 45%.
Δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε να παρουσιάζουμε ευρήματα σχετικά με τις απόψεις των ψηφοφόρων των δυνητικών κυβερνητικών εταίρων. Είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι των τεσσάρων κομμάτων που ευαγγελίζονται τη δημιουργία μιας «προοδευτικής κυβέρνησης», μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού, ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους μιας αντιμητσοτακικής κυβέρνησης, δεν έχουν κοινά σημεία μεταξύ τους. Και έχουν εμφανώς διαφορετικές αντιλήψεις για την ποιότητα των θεσμών της χώρας μας.
Άραγε τι είδους κυβέρνηση μπορεί να σχηματιστεί ανάμεσα σε κόμματα όπως είναι ο Σύριζα, το κόμμα Βελόπουλου και το κόμμα Βαρουφάκη, των οποίων οι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται τις θεσμικές βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχθεί και θα κινηθεί αμέσως μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση και σε ένα κόμμα που έχει ένα σαφή ευρωπαϊκό, δημοκρατικό και θεσμικό προσανατολισμό, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ; Πώς μπορεί να συνυπάρξει το ΠΑΣΟΚ σε μια κυβέρνηση με πολιτικές δυνάμεις των οποίων οι ψηφοφόροι δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο κοινές εκτιμήσεις και αντιλήψεις για τους θεσμούς;
Μπορεί οι ηγεσίες των κομμάτων να επιθυμούν να σκαρφαλώσουν πάνω στη σωσίβια λέμβο της «προοδευτικής κυβέρνησης» για να γλυτώσουν από το προσωπικό τους ναυάγιο, ωστόσο δεν είναι σίγουρο πως οι κινήσεις τους αυτές θα συνοδεύονται και από τις ευλογίες των ψηφοφόρων τους.