Όπως και να διαβαστεί η συνέντευξη του Νίκου Ανδρουλάκη, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι πάει στις εκλογές και όπου βγει.
Προετοιμάζεται προσεκτικά μόνο για τη στιγμή, που ίσως χρειαστεί να απολογηθεί, γιατί θα έχει πετάξει την καυτή πατάτα του “πως θα κυβερνηθεί η χώρα”, στο πάτωμα. Δομεί και αποδομεί ένα προβληματικό αφήγημά, προκαλεί σύγχυση σε αναποφάσιστους ψηφοφόρους, αλλά τελικά δεν κρύβει την επιδίωξή του.
Ζητάει ένα καλό διψήφιο ποσοστό, προκειμένου να αισθανθεί όπως εννόησε ότι ο λαός τον ωθεί να μπει στη φάση να συζητήσει τη συγκυβέρνηση. Είναι καλό το 10,05% ή είναι καλύτερο το 12,05%. ; Κι αν πάρει 9,09% τι θα του έχει πει ο λαός; Να μπει ή να μην μπει στην κυβέρνηση;
Αντιλαμβάνεται και ο πλέον καλόπιστος με το ΠΑΣΟΚ ότι παίζεται ένα παπατζιλίκι με το ποσοστό και πως αυτό θα μεταφραστεί στη συνέχεια, κατά το δοκούν.
Θέλει ο πρόεδρος ένα διψήφιο ποσοστό, που θα προβάλλεται ως μέτρο της επιτυχίας του στην εμβάπτιση του στην εθνική κάλπη αλλά δεν επιθυμεί εμπλοκή στο πραγματικό διακύβευμα των εκλογών, δηλαδή την εξασφάλιση μιας σταθερής πορείας της χώρας.
Στο «παζάρι» που κάνει με τους ψηφοφόρους σε πρώτη φάση, ρίχνει στο τραπέζι το επιχείρημα ότι ένα ισχυρό ΠΑΣΟΚ θα του δώσει τη δύναμη, όχι μόνο να επιβάλει πρωθυπουργό αλλά και τα πρόσωπα στα κρίσιμα υπουργεία. «Έτσι ώστε να έχουν υψηλή επάρκεια, υψηλή αξιοπιστία, να είναι φορείς της διαφάνειας» όπως ανέφερε.
Μα τα πρόσωπα των υπουργών δεν θα τα επιλέξει το ποσοστό ως ποσοστό, αλλά ο ίδιος μέσω των ψηφοδελτίων που έχει ήδη συγκροτήσει.
Εκτός κι αν υπονοεί ότι θα προτείνει και θα επιβάλει σε μια συγκυβέρνηση εξωκοινοβουλευτικά στελέχη ή τεχνοκράτες με πασοκική προέλευση, κρατώντας το μισό πόδι μέσα και το μισό έξω.
Οι προϋποθέσεις που θέτει, είτε αμέσως, είτε εμμέσως, είτε πλαγίως, συντείνουν όλες στο να υποστηρίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση από πλευράς πρωθυπουργού και ΝΔ, ότι η μόνη εγγύηση για τη σταθερότητα της χώρας είναι η επίτευξη αυτοδυναμίας της.
Εξόχως προβληματική είναι και η επίμονη αναφορά του κ. Ανδρουλάκη ότι θέλει να φέρει ένα νέο “ήθος” στο πολιτικό σύστημα. Δέχομαι ότι είναι και πηγαία και ειλικρινής. Προσομοιάζει όμως στα περί ηθικού πλεονεκτήματος που πούλαγε ο κ. Τσίπρας ως ζεν πρεμιέ της πολιτικής, σε βάρος των αντιπάλων του. Ως γενική συμβουλή προερχόμενη από ανθρώπους πολύ καταλληλότερους από εμένα, όλοι οι πολιτικοί να αποφεύγουν να αποδίδουν στους εαυτούς τους, εύσημα ήθους και ηθικής ή να υπερτονίζουν την αξία της στην άσκηση της εξουσίας.
Επειδή το υπονόησε και στη συνέντευξή του, δεν χρειάζεται μεγάλο απόθεμα ήθους για να διαγράψεις παραχρήμα την Εύα Καϊλή υπό τη βεβαιότητα ότι θα οδηγηθεί σιδηροδέσμια στις βελγικές φυλακές.