Στα χρόνια της μεγάλης οργής στη χώρα μας, ήμουν από εκείνους τους «τυχερούς» που βρέθηκαν με τη διπλή μου ιδιότητα, αυτή του πολίτη αλλά και του δημοσιογράφου στην καρδιά της Αθήνας και των δραματικών γεγονότων, που εκτυλίχθηκαν τότε.
Το Δεκέμβρη του 2008, αποσβολωμένη και τρομαγμένη μάρτυρας των ταραχών και των συγκρούσεων, που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Όταν το κέντρο της πόλης έγινε έρμαιο των κουκουλοφόρων μετά από την απόσυρση και παράδοση της αστυνομίας.
Ήμουν εκεί στις 5 Μαΐου το 2010 όταν η Βουλή ψήφιζε το πρώτο μνημόνιο και η μεγάλη αντιμνημονιακή απεργιακή διαδήλωση ξερνούσε τους υπάνθρωπους που έσπασαν τη βιτρίνα της τράπεζας Marfin στη Σταδίου, πέταξαν μέσα μολότοφ και έκαψαν ζωντανούς τρεις ανθρώπους. Τρεις εργαζόμενους, τον Επαμεινώνδα Τσακάλη, την Παρασκευή Ζούλια και την έγκυο Αγγελική Παπαθανασοπούλου. Αυτά είναι τα ονόματα των νεκρών. Αυτούς προσπαθούν να σβήσουν από τη μνήμη μας ξανά και ξανά και ξανά, οι της ιδίας «ιδεολογίας» υπάνθρωποι που σπάνε την αναθηματική πλάκα στον τόπο του μαρτυρικού θανάτου αυτών των 3 συνανθρώπων μας. Την τζαμαρία την είχαν σπάσει με σφυρί.
Φαντάζομαι ένα ίδιο σφυρί έκανε και χθες την ίδια κίνηση πάνω στην πλάκα με τα ονόματα των δολοφονημένων. Συμβολικά τους ξανα-σκοτώνουν. Γι’ αυτούς τους νεκρούς καμιά μαζική οργή, καμιά διαδήλωση. Κανένα σύνθημα. Αισθάνομαι ότι ήταν απαράδεκτη παράλειψη ότι κανείς δεν αναφέρεται στους υπόλοιπους 21 εργαζόμενους στην τράπεζα, που στάθηκαν πιο τυχεροί, κατάφεραν να βγουν και γλίτωσαν, ενώ οι κουκουλοφόροι τους φώναζαν «να καείτε ρε πούσ…».
Ήμουν εκεί όταν ένα βράδυ Κυριακής το Φεβρουάριο του 2012 με κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου, οι… αντιμνημονιακοί κουκουλοφόροι έκαψαν καμιά πενηνταριά δημόσια κτίρια και μαγαζιά και τους κινηματογράφους Aττικόν και Απόλλων. Κάνοντας τους περισσότερους να πιστεύουν ότι θα κυλήσουμε στην άβυσσο. Έφυγα κλαίγοντας από το κτίριο της Βουλής και περπατώντας στην άδεια Βασιλίσσης Σοφίας, η μοναδική αχτίδα ήταν ο άνθρωπος που μέσα στους φρικτούς θορύβους τάιζε ήρεμος τις αδέσποτες γάτες στην περίμετρο του Εθνικού Κήπου
Ήμουν επίσης μέσα στη Βουλή το Μάιο του 2012 όταν το κίνημα των Αγανακτισμένων, οι ετερόκλητες ορδές τους, οι σύμμαχοι της πάνω και κάτω πλατείας, απειλούσαν να μπουκάρουν για να κάψουν το μπου…λο, να τιμωρήσουν συλλήβδην τους πολιτικούς, να δηλώσουν την απέχθεια τους στο σύστημα. Ο ζόφος ήρθε μεταχρονολογημένος όταν οι … αντισυστημικοί τιμωροί εισήλθαν δια της ψήφου των Ελλήνων στο «μπου…λο».
Ήμουν και χθες εκεί στην πορεία για τα θύματα της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη. Ανεβαίνοντας από την Ομόνοια, στη Σταδίου, μετά στην Πανεπιστημίου, μπροστά από τα Προπύλαια.
Χιλιάδες κόσμος. Νέα παιδιά, μαθητές και φοιτητές, με λαμπερό βλέμμα, πάθος, ορμή, ταυτισμένα με τα παιδιά που χάθηκαν τόσο αδόκητα. Από κοντά, άνθρωποι στην ηλικία των γονιών τους αλλά και των παππούδων και των γιαγιάδων τους, σε πλήρη ταύτιση με τις τραγικές οικογένειες. Και βέβαια, όπως πάντα παρόντες και παρούσες οι… επαγγελματίες των διαδηλώσεων.
Η εκτίμησή μου - και μακάρι να μην κάνω λάθος - είναι ότι υπάρχει στη νέα γενιά αυξημένο το αίσθημα της ματαιότητας και της επαναστατικότητας. Υπάρχει αυθεντική οργή για την τραγωδία στα Τέμπη αλλά και μεγάλης έντασης εκβιασμένη οργή, για την κυβέρνηση.
Δεν υπάρχει όμως σωρευμένη «καύσιμη ύλη» και αυτός ο ζόφος που κοβόταν με το μαχαίρι το 2008, το 2010, το 2012.
Η κοινωνία πλήρωσε και διδάχθηκε από την αφροσύνη που έδειξε, εμπιστευόμενη λαϊκιστές πολιτικούς, δήθεν αριστερούς ριζοσπάστες, αντι- συστημικούς της πλάκας, εθνικοσοσιαλιστές και ακροδεξιούς. Όλους εκείνους που διαπόμπευσαν την πολιτική και τους αντιπάλους τους για να ανέλθουν στην εξουσία.
Θα είναι μεγάλο κρίμα εάν η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αποθαρρυνθούν και κάνουν πίσω στις δεσμεύσεις τους. Δικαιοσύνη και κολασμός των υπεύθυνων για την τραγωδία στα Τέμπη. Αξιοκρατία και ευκαιρίες για τους χιλιάδες νέους ανθρώπους, που κάποια στιγμή θα αφήσουν το χαρτάκι με τα συνθήματα και την ντουντούκα για να αναζητήσουν αξιοπρεπή εργασία, καλούς μισθούς και ζωή, σε μια ασφαλή, φιλελεύθερη, ακμάζουσα χώρα.
ΥΓ. Ήμουν εκεί και μια καλοκαιρινή νύχτα, που αμίλητοι θρηνούσαμε τους 103 ανθρώπους που κάηκαν στο Μάτι. Δεν ήμασταν πολλοί. Λίγες δεκάδες. Ίσως επειδή ήταν καλοκαίρι και το καλοκαίρι δεν προσφέρεται για επαναστάσεις και οργή.