Τώρα που τελειώσαμε με τις αποκοπές μερισμάτων και η ανάλυση έχει πλέον αποτιμήσει πλήρως την εξάλειψη του πολιτικού ρίσκου είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε ποια είναι τα περιθώρια ανόδου που έχει ο Γενικός Δείκτης. Σίγουρα μετά από μια άνοδο 42% είναι αναμενόμενο να υπάρχουν επιφυλάξεις για όσους έχασαν το ράλι ή δεν πίστεψαν την ένταση της δυναμικής μετά τις πρώτες εκλογές.
Επίσης, η εκτίμηση της τεχνικής ανάλυσης όπως έχει στο παρελθόν επισημάνει η στήλη είναι εξαιρετικά επισφαλής καθώς η σύγκριση με δεδομένα τιμών πριν από το 2015 παρουσιάζει σημαντικά σφάλματα λόγω των μεγάλων στρεβλώσεων που παρατηρούνται στις κεφαλαιοποιήσεις μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών του Δεκεμβρίου του 2015. Ήδη το σύνολο του ΧΑ ξεπέρασε σε κεφαλαιοποίηση τα 89 δισ. ευρώ, όταν στα αντίστοιχα επίπεδα του 2014 είχε κεφαλαιοποίηση 83 δισ. ευρώ.
Επομένως, η προσέγγιση μπορεί να γίνει με τις τιμές στόχους των αναλυτών για όσες εταιρίες έχουν κάποια πρόσφατη ανάλυση στους προηγούμενες τέσσερις μήνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τιμές θα πάνε απαραίτητα στις τιμές στόχους, η αναθεώρηση των δεδομένων είναι άλλωστε διαρκής και δεν αποκλείεται να υπάρξουν στο μέλλον αλλαγές. Απλά η θεμελιώδης ανάλυση είναι πιο αργή σαν μέθοδος προσδιορισμού μιας τιμής καθώς «απαιτεί» δεδομένα που έρχονται από το επιχειρηματικό ή οικονομικό πεδίο.
Εξετάζοντας τις 25 εταιρίες για τις οποίες υπάρχουν αναλύσεις προέκυψε μεσοσταθμικά ανοδικό περιθώριο 19,3% από το κλείσιμο της περασμένης Τρίτης. Αυτό σημαίνει ότι ο Γενικός Δείκτης αν εκπληρωθούν όλες οι τιμές στόχοι θα διαπραγματεύεται στις 1.571 μονάδες σε βάθος χρόνου ενός έτους από σήμερα. Το υψηλότερο ανοδικό περιθώριο έχουν οι Ελβαλχαλκόρ (+38,8%) η Alpha Bank (+33,1%) και η ΔΕΗ (+32%).
Στον αντίποδα ο ΟΛΠ έχει φθάσει σχεδόν στην τιμή στόχο και άρα έχει πρακτικά εξαντλήσει τα περιθώρια με δεύτερη την Lamda Development (+2.7%) και τρίτη την (ΕΧΑΕ +4%). Το συνολικό δυνητικό περιθώριο εκφρασμένο σε αξία μεταφράζεται σε 105,9 δισ. ευρώ μια αποτίμηση που είχε δει για τελευταία φορά το ΧΑ στις 23 Οκτωβρίου του 2009. Τότε ο Γενικός Δείκτης διαπραγματεύονταν στις 2.800 μονάδες.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι η σχέση του Γενικού Δείκτη με το ΑΕΠ. Η άνοδος από την αρχή του έτους έχει προσθέσει περί τα 25 δισ. ευρώ στην αποτίμηση της αγοράς με τη σχέση με το ΑΕΠ του 2022 να διαμορφώνεται στο 42,8% όταν ο μέσος όρος των τελευταίων 24 ετών βρίσκεται στο 48,7%.
Η απόσταση είναι 14% χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι εκεί θα δούμε την κορύφωση της αγοράς. Απλά, η ελληνική αγορά θα έρθει ακόμα πιο κοντά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 71,28%. Μέχρι τότε όμως θα πρέπει και τα θεμελιώδη να δείξουν την ανάλογη συνέπεια.