Στις 24 Ιανουαρίου ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατάφερε να ξεπεράσει το όριο των 1.000 μονάδων, για πρώτη φορά από το 2014. Οι παλαιότεροι θυμούνται τους πανηγυρισμούς που συνόδευσαν αντίστοιχες κινήσεις την άνοιξη του 1990 και στις αρχές του 1997. Είναι αλήθεια πως αυτή την φορά δεν ακούστηκαν πολλοί πανηγυρισμοί ούτε επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός.
Η πολύχρονη ταλαιπωρία του ελληνικού χρηματιστηρίου που συνόδευσε τις μεγάλες περιπέτειες που πέρασε η χώρα μας έχει κάνει πολύ επιφυλακτικούς όσους επενδυτές έχουν παραμείνει στην ελληνική κεφαλαιαγορά, καθώς όλοι θυμούνται με την πρώτη ευκαιρία την γνωστή παροιμία περί «μικρού καλαθιού». Όμως η συμπεριφορά της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς τις τελευταίες εβδομάδες δείχνει πως ορισμένοι μεγάλοι επενδυτές έχουν αποφασίσει πως αυτή την φορά τα κεράσια μπορεί να είναι όντως περισσότερα.
Την εκτίμηση αυτή την βασίζουν προφανώς στις θετικές προσδοκίες τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια και στην εμπιστοσύνη που δείχνουν σε πολλές ελληνικές επιχειρήσεις που τα τελευταία χρόνια κατάφεραν μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες να πετύχουν πολλά. Η σταδιακή επιστροφή σε πιο αισιόδοξη διάθεση έχει κάνει αρκετούς να σκέφτονται πως η περαιτέρω άνοδος του ελληνικού χρηματιστηρίου δεν αποτελεί πλέον σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Μπορεί λοιπόν να δούμε τους δύο βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες της ελληνικής αγοράς, δηλαδή τον γενικό δείκτη και τον δείκτη FTSE /Χ.Α. Large Cap, να συνεχίσουν την ανοδική τους κίνηση και να αναρριχηθούν σε ουσιωδώς υψηλότερα επίπεδα; Η απάντηση είναι θετική, υπό δύο προϋποθέσεις: το διεθνές χρηματιστηριακό κλίμα να διατηρηθεί σχετικά ομαλό και να αποφύγουμε τις μεγάλες πτώσεις που χαρακτήρισαν το 2022 και η πολιτική ομαλότητα να επικρατήσει στην χώρα μας τους επόμενους μήνες και οι επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις να μην φέρουν αρνητικές (για το χρηματιστήριο) εκπλήξεις.
Εννοείται επίσης πως μία πτωτική κίνηση, ίσως και έντονη, θα μπορούσε να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή δεδομένων των μεγάλων κερδών που έχουν επιτύχει πολλές μετοχές το τελευταίο διάστημα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μία διορθωτική κίνηση τέτοιου τύπου θα έρθει οπωσδήποτε.
Γνωρίζοντας την σύνθεση των δύο αυτών δεικτών είναι σχετικά εύκολο να πούμε ποιες μετοχές είναι αυτές που μπορούν να τραβήξουν την αγορά ακόμα πιο πάνω λόγω της αυξημένης συμμετοχής τους και να δούμε κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν όντως να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί αυτή την στιγμή η κατάσταση και ύστερα από την σημαντική άνοδο των τραπεζικών μετοχών τους τελευταίους μήνες, η συμμετοχή τους στην σύνθεση των δύο αυτών δεικτών έχει γίνει ακόμα πιο σημαντική από πριν.
Οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες συμμετέχουν κατά περίπου 25% στην σύνθεση του γενικού δείκτη και ακόμα παραπάνω, περίπου κατά 32%, στην σύνθεση του FTSE /Χ.Α. Large Cap. Αυτό σημαίνει πως η πορεία των τραπεζικών μετοχών είναι ο σημαντικότερος παράγων επηρεασμού της πορείας των δεικτών.
Αν υποθέσουμε πως οι μετοχές των 4 τραπεζών θα ανεβούν κατά 10% και όλες οι υπόλοιπες μετοχές που συμμετέχουν σε αυτούς τους δείκτες μείνουν αμετάβλητες, τότε η τιμή του γενικού δείκτη θα ανεβεί κατά περίπου 2,5% και του FTSE /Χ.Α. Large Cap κατά 3,2% περίπου (αυτό το παράδειγμα είναι ενδεικτικό και όχι και πολύ επιστημονικό). Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η συμμετοχή μίας μετοχής σε έναν δείκτη αυξάνει στην περίπτωση που η τιμή της ανεβαίνει περισσότερο από τις τιμές των άλλων.
Είναι εύκολο πράγμα η περαιτέρω ισχυρή άνοδος των μετοχών των τραπεζών; Αν σκεφθούμε πόσο έχουν ήδη ανεβεί μπορεί να φαίνεται δύσκολο. Αν υποθέσουμε πως οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές περιμένουν πως η Ελλάδα θα επιστρέψει στην λεγόμενη «επενδυτική βαθμίδα» και αναλογιστούμε πόσο θετική θα είναι μία τέτοια εξέλιξη για τις τράπεζες, η συνέχιση της ανοδικής τους πορείας είναι ένα λογικό ενδεχόμενο.
Μία πρώτη ένδειξη για το πόσο εύκολα θα είναι τα πράγματα στην συνέχεια για τις τραπεζικές μετοχές θα πάρουμε μεθαύριο Παρασκευή όταν θα μάθουμε τις οικονομικές επιδόσεις της Τράπεζας Πειραιώς για το τελευταίο τρίμηνο του 2022 και για το σύνολο της χρονιάς που πέρασε. Ακόμα πιο σημαντικές θα είναι οι εκτιμήσεις που θα κάνει η διοίκηση για το 2023.
Δεδομένου πως η Τράπεζα Πειραιώς έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής το τραπεζικό ράλι των τελευταίων μηνών, η υποδοχή που θα επιφυλάξουν οι επενδυτές στα αποτελέσματα και τις προοπτικές της θα μας δώσει μία ισχυρή ένδειξη για τις πιθανότητες συνέχισης της ισχυρής ανοδικής πορείας των μετοχών των τραπεζών.
Σημαντική συμμετοχή στους δύο βασικούς δείκτες έχει και η μετοχή του ΟΤΕ, η οποία αρνείται πεισματικά να συμμετάσχει στην χρηματιστηριακή άνοδο. Τα οικονομικά αποτελέσματα για το 2022 που θα ανακοινωθούν αύριο το πρωί μπορεί να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε αν έχει νόημα να περιμένουμε μία χρηματιστηριακή ανάσταση του ΟΤΕ.
Αρκετοί επενδυτές θα ήθελαν να ακούσουν από την διοίκηση τις εκτιμήσεις της για το αν η επιθετική τιμολογιακή πολιτική των ανταγωνιστών της μέσα στην Ελλάδα θα πλήξει την κερδοφορία του ΟΤΕ. Κάτι άλλο που θα ελπίζουν θα είναι μία θετική έκπληξη από την μερισματική πολιτική της εταιρείας, δηλαδή ένα καλό μέρισμα από τα κέρδη του 2022.
Όσο περισσότερο ικανοποιημένοι μείνουν οι επενδυτές από τα αποτελέσματα, τις εκτιμήσεις της διοίκησης για το 2023 και τις απαντήσεις στους προβληματισμούς τους, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες πρόσκλησης της μετοχής του ΟΤΕ στο χρηματιστηριακό πάρτι και η θετική επίδρασή του πάνω στην πορεία των δεικτών.
Η ΔΕΗ είναι μία άλλη περίπτωση μετοχής που μπορεί υπό προϋποθέσεις να παίξει ρόλο στην προσπάθεια των δεικτών να κινηθούν ακόμα πιο ανοδικά. Μπορεί να έχει σημειώσει σημαντική άνοδο (σχεδόν 80%) από τα χαμηλά του περσινού φθινοπώρου αλλά είναι ακόμα 10% κάτω από την τιμή της αύξησης κεφαλαίου του 2021, η οποία είχε γίνει στα 9 Ευρώ.
Στην περίπτωση της ΔΕΗ αυτό που κυρίως περιμένουν οι επενδυτές να ακούσουν είναι το αν θα εξαγοράσει τελικά τις δραστηριότητες της ιταλικής ENEL στην Ρουμανία και το πόσο θα της κοστίσει αυτό. Κάτι άλλο που επίσης ενδιαφέρει τους επενδυτές είναι το αν θα επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για την επικείμενη σύναψη συμφωνιών μακράς διαρκείας για την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος σε μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες.
Αν αυτά που ακούσουν οι επενδυτές θεωρηθούν ικανοποιητικά, η ΔΕΗ θα μπορούσε να σημειώσει αρκετά μεγάλη άνοδο από τα σημερινά επίπεδα και να πλησιάσει τις τιμές που έχουν σαν στόχο πολλές χρηματιστηριακές αναλύσεις. Υπενθυμίζουμε πως κάποιες από αυτές τις τιμές βρίσκονται μέχρι και 80% πάνω από τις σημερινές.
Από τις άλλες μετοχές με μεγάλη συμμετοχή στους δείκτες, η Mytilineos θα μπορούσε να συνεχίσει να δίνει πολύτιμη βοήθεια στην προσπάθεια συνέχισης της ανόδου, καθώς οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές του εξωτερικού φαίνεται πως την εμπιστεύονται όλο και περισσότερο, πως αντιλαμβάνονται καλύτερα τις προοπτικές όλων των τμημάτων της μεγάλης επιχείρησης και πως θεωρούν ότι τα πολύ καλά της αποτελέσματα όχι μόνο θα διατηρηθούν αλλά και θα βελτιωθούν στις επόμενες χρήσεις.
Βοήθεια προφανώς μπορούν να δώσουν και οι μετοχές των δύο μεγάλων ενεργειακών εταιρειών, της Helleniq Energy και της Motor Oil, καθώς οι αγορές αρχίζουν να εκτιμούν όλο και περισσότερο τις δραστηριότητές τους στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να φοβούνται λιγότερο πως η εκπληκτική τους κερδοφορία στον τομέα των διυλιστηρίων θα αποτελέσει ένα πυροτέχνημα.
Όπως είπαμε παραπάνω, μία γερή χρηματιστηριακή διόρθωση στην ελληνική αγορά είναι οπωσδήποτε μέσα στο πρόγραμμα και μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή. Αν όμως το διεθνές περιβάλλον δεν αρχίσει να μοιάζει με το περσινό και οι πολιτικές εξελίξεις εντός Ελλάδος δεν απογοητεύσουν την επενδυτική κοινότητα, οι βασικοί δείκτες του Χρηματιστηρίου Αθηνών θα έχουν την δυνατότητα να μας χαρίσουν ακόμα πιο υψηλές τιμές. Αρκεί οι τραπεζικές μετοχές και οι υπόλοιπες κομβικές για την αγορά εταιρείες που αναφέραμε νωρίτερα να δώσουν την αφορμή στους επενδυτές να προχωρήσουν και σε άλλες αγορές.