Μια μόλις ημέρα πριν από την πιθανολογούμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελληνικής Οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor Global Ratings, το ενδιαφέρον των ξένων θεσμικών επενδυτών δυναμώνει με τον τζίρο να προσεγγίζει τα 100 εκατ. ευρώ.
Η αγορά μέσω της συμπεριφοράς της ίσως και να προεξοφλεί την αναβάθμισης από τη S&P. Όμως όπως φαίνεται η αγορά έχει αναβαθμίσει ήδη την Ελλάδα, μέσω των δικών της αυστηρών κριτηρίων.
Πριν προχωρήσουμε ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στα «credit ratings» της χώρας μας. Η S&P αξιολογεί την Ελλάδα στο ΒΒ+, η Moody’s στο Ba3, η Fitch στο ΒΒ+ και η DBRS στο ΒΒ (high).
Την ίδια στιγμή, οι επενδυτικές δυνάμεις αποτιμούν σήμερα το Χρηματιστήριο Αθηνών, σε τιμές υψηλότερες κατά 20% από την αρχή του έτους, με τον Γενικό Δείκτη να βρίσκεται σήμερα στις σημαδιακές 1.111,11 μονάδες έχοντας ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2023 από τις 936 μονάδες. Ενδεικτικό της εμπιστοσύνης των επενδυτών, είναι τα αυξανόμενο αγοραστικό ενδιαφέρον που παρουσιάζεται για τις μετοχές του τραπεζικού κλάδου, των οποίων η άνοδος από την αρχή του χρόνου είναι εντυπωσιακή, με την Eurobank να βρίσκεται στα 1,32 ευρώ, με την Εθνική Τράπεζα να βρίσκεται στα 4,82 ευρώ, με την Τράπεζα Πειραιώς να βρίσκεται στα 2,30 ευρώ και με την Alpha Bank να βρίσκεται στα 1,19 ευρώ, καταγράφοντας αποδόσεις από 20% έως 64%.
Και γνωρίζοντας ότι ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί τον καθρέφτη της οικονομίας, η προαναφερθείσα άνοδος πιστοποιεί τον θετικό τρόπο με τον οποίο οι αγορές αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα. Χωρίς ακόμα οι οίκοι αξιολόγησης να έχουν πιστοποιήσει με τη δική τους σφραγίδα, αυτή τη θετική στροφή της εγχώριας οικονομίας.
Τι θα συμβεί όμως με το άνοιγμα των αγορών τη Δευτέρα, εάν αύριο επαληθευτεί η JPMorgan που εκτιμά εδώ και καιρό πως είναι απίθανο το ενδεχόμενο αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, λίγο πριν από τις εκλογές; Και τι θα γίνει αν διαψευστεί η Goldman Sachs που δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπάρξει αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας παρά τη αβεβαιότητα σχετικά με το αποτέλεσμα των εκλογών;
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα εμφανιστούν εντολές αγορών από νέους θεσμικούς επενδυτές από το εξωτερικό, οι οποίοι αναμένουν αυτήν την αναβάθμιση για να έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν τα κεφάλαια τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Διότι αυτοί οι ξένοι επενδυτές αναμένουν την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, σαν ένα είδος κλειδιού που θα ξεκλειδώσει τους περιορισμούς που προβλέπονται από τα καταστατικά τους και τα επενδυτικά τους πρωτόκολλα. Και θα τους επιτρέψει να επενδύσουν στην αναβαθμισμένη πλέον ελληνική αγορά.
Είναι προφανές πως η αναβολή της αναβάθμισης της αξιολόγησης και η μετάθεση της, για τον Σεπτέμβριο του 2023 θα αποτρέψει τον ερχομό νέων και ισχυρών θεσμικών επενδυτών από το εξωτερικό.
Με τους υπάρχοντες επενδυτές τι θα γίνει; Σήμερα στο Χρηματιστήριο Αθηνών δραστηριοποιούνται ένας σημαντικός αριθμός από επενδυτές που έχουν μια σειρά από διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικές στοχεύσεις.
Μερικοί από αυτούς βλέπουν την Ελλάδα στρατηγικά και τοποθετούνται σε κλάδους που παρουσιάζουν και θα παρουσιάσουν ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια όπως είναι οι τράπεζες, οι ενεργειακές εταιρείες, οι εταιρείες βιομηχανικές παραγωγής και άλλες.
Κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύονται το θετικό momentum, και ακολουθούν την αναπτυξιακή πορεία της εγχώριας οικονομίας αγοράζοντας μετοχές.
Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων 6 μηνών, πραγματοποιούν συστηματικά ένα είδος «front running». Αγοράζοντας μετοχές που γνωρίζουν πως θα πωλήσουν σε δεύτερο χρόνο στα funds, που θα εμφανιστούν αμέσως μετά την αναβάθμιση της οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Αγοράζοντας ουσιαστικά την «προσδοκία» της αναβάθμισης, για να πωλήσουν το «γεγονός» της αναβάθμισης. Από αυτήν την κατηγορία επενδυτών είναι πιθανό να εμφανιστούν ρευστοποιήσεις τίτλων, καθώς ο χρονικός ορίζοντας για την αποκομιδή υπεραξιών και κερδών επιμηκύνεται.
Οπότε το ερώτημα είναι εάν αυτό το πιθανό κύμα πωλήσεων, μπορεί να ανατρέψει τη θετική δυναμική της αγοράς. Αν μπορεί να ανατρέψει την άνοδο των κερδοφοριών των ισχυρών εισηγμένων εταιρειών, όπως εμφανίστηκαν το 2022 και όπως συνεχίζονται μέσα στο 2023. Αν μπορεί ανατρέψει την άσκηση γενναίων μερισματικών πολιτικών. Και αν μπορεί να ανατρέψει το μπαράζ των «deals», που έχουν εκτοξεύσει το ενδιαφέρον σε επίπεδα προ κρίσεως. Η απάντηση είναι πως όχι.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει περάσει σε μια άλλη τροχιά. Κάτι που αποδείχθηκε και από τον τρόπο που πορεύτηκε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης εμπιστοσύνης προς το αμερικανικό και ελβετικό τραπεζικό σύστημα. Το μεγάλο στοίχημα σύμφωνα με τη δική μας λογική, δεν είναι η αυριανή αξιολόγηση, που στη χειρότερη των περιπτώσεων θα καθυστερήσει για ένα εξάμηνο. Το μεγάλο στοίχημα παραμένει το ζήτημα των εκλογών και της αυτοδυναμίας της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό θα κρίνει την πορεία των πραγμάτων.