H ανταγωνιστικότητα ενός έθνους εξαρτάται από την ικανότητα της βιομηχανίας του, να καινοτομεί και να αναβαθμίζεται. Οι εταιρείες αποκτούν πλεονέκτημα απέναντι στον ανταγωνισμό, σαν αποτέλεσμα των προκλήσεων και της πίεσης που ασκούν οι αγορές πάνω τους. Και επωφελούνται όταν έχουν ισχυρούς εγχώριους αντιπάλους, επιθετικούς προμηθευτές και απαιτητικούς πελάτες.
Με αυτόν τον τρόπο αναφέρεται ο διάσημος οικονομολόγος Michael E. Porter, στο συγκριτικό πλεονέκτημα των Εθνών, στο βιβλίο του «The Competitive Advantage of Nations». Το συμπέρασμα που μας μένει μετά από τη μελέτη αυτού του βιβλίου είναι, ότι ο πλούτος ενός κράτους είναι η αξία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται μέσα σε αυτό.
Ποια είναι η εικόνα της αξίας των επιχειρήσεων μιας χώρας; To Χρηματιστήριο της. Και συγκεκριμένα η αξία των εισηγμένων εταιρειών. Στη χώρα μας η συνολική αξία των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών (αυτό δηλαδή που ορίζουμε στην επενδυτική κοινότητα σαν «κεφαλαιοποίηση»), ανέρχεται στο 35% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Ελλάδας, όταν για παράδειγμα στις ΗΠΑ ανέρχεται στο 250%, στην Ελβετία στο 260%, στη Γαλλία στο 125%, στη Γερμανία στο 60%, στην Ισπανία στο 90% και στην Πορτογαλία του 40%.
Πτωχή εικόνα. Που γίνεται ακόμα πτωχότερη όταν αναλογιστούμε πως το ημερήσιο ύψος των συναλλαγών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ανέρχεται μόλις στο 0,1% της κεφαλαιοποίησής του. Το δε 75% των ημερήσιων συναλλαγών αφορά τις 10 μετοχές των μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών.
Η αποξένωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον αναπτυξιακό του ρόλο αλλά και η γενικότερη απαξίωσή του, τόσο από το πολιτικό σύστημα, όσο και από μέρος των φορέων και διαχειριστών του, τείνουν να παγιώσουν μια κατάσταση, σύμφωνα με την οποία η χρηματιστηριακή αγορά αδυνατεί να ακολουθήσει την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει μετατραπεί σε μια πλατφόρμα συναλλαγών για λίγες μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις οι μετοχές των οποίων βρέθηκαν κάποια στιγμή να διαπραγματεύονται στο ταμπλό του. Υπάρχουν και αρκετές μετοχές μικρότερων επιχειρήσεων, που όμως δεν αφορούν την ευρεία επενδυτική κοινότητα.
Το ενδιαφέρον νέων επιχειρηματιών για την εισαγωγή των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι σχεδόν μηδενικό. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που θα επιθυμούσαν την άντληση κεφαλαίων από την αγορά δίνοντας ένα ποσοστό της εταιρείας τους στο ευρύ επενδυτικό κοινό, αποτρέπονται από την υπάρχουσα κατάσταση.
Αλλά και το τραπεζικό σύστημα δεν προωθεί την εισαγωγή νέων εταιρειών στο ΧΑ. Ούτε την εμφανίζει σαν μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης για τους πελάτες του. Ίσως κάπου να αντιμετωπίζουν οι τράπεζες το Χρηματιστήριο ανταγωνιστικά, εκτιμώντας πως η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, αντιστρατεύεται τον τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει. Τα οφέλη για τις τράπεζες θα είναι πολλαπλασιαστικά, αφού η μεγέθυνση των επιχειρήσεων μέσω του χρηματιστηρίου δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε ίδια κεφάλαια, οπότε η προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό ή στην έκδοση ομολογιακών δανείων αποτελεί ένα απαραίτητο βήμα.
Τι θα σημάνει η είσοδος 50 νέων επιχειρήσεων κυρίως από το βιομηχανικό κλάδο στο Χρηματιστήριο για την οικονομία και τις τράπεζες; Τι θα σημάνει όταν κύκλοι εργασιών της τάξεως των 50 έως 200 εκ ευρώ, αποτιμηθούν με χρηματιστηριακούς όρους; Τι θα σημάνει όταν αυξηθεί κατά 10 δισ. ευρώ η κεφαλαιοποίηση του ΧΑ και αντληθούν κεφάλαια επενδυτών ύψους 2 δισ. ευρώ; Πόσα νέα τραπεζικά δάνεια θα ζητηθούν από τις ίδιες τις εταιρείες; Ποια θα είναι η συμβολή αυτών των δισ. στην αύξηση του ΑΕΠ, στην αύξηση της απασχόλησης, στην αύξηση των εξαγωγών και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας; Τι ύψος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας θα εισπραχθεί από το Δημόσιο; Πόσοι φόροι θα καταβληθούν πάνω στα κέρδη και πάνω στα μερίσματα;
Όπως βλέπουμε το πολλαπλασιαστικό όφελος από την είσοδο νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο ξεπερνά το «στενό» πλαίσιο των 15.000 ενεργών επενδυτών, των 400 traders, των δεκάδων εγχώριων και ξένων θεσμικών επενδυτών, καθώς και των δεκάδων εταιρειών παροχής χρηματιστηριακών και επενδυτικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται την ελληνική κεφαλαιαγορά.
Η είσοδος νέων εταιρειών στο ΧΑ, δεν αφορά μόνο υπεραξίες και προμήθειες, διότι όπως περιγράψαμε θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στο σύνολο της ελληνικής πραγματικής οικονομίας. Η είσοδος νέων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, πρέπει να τεθεί σαν προτεραιότητα από την κυβερνητική πλευρά. Σαν εθνικός οικονομικός και κοινωνικός στόχος. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια ΕΧΑΕ με διοίκηση και στελέχη που να διαθέτουν διεθνή εμπειρία. Επαγγελματίες που έχουν εργαστεί σε χρηματιστήρια και κεφαλαιαγορές του εξωτερικού. Που να έχουν οργανώσει και συμμετάσχει σε Δημόσιες εγγραφές. Επαγγελματίες που θα πλησιάσουν αυτές τις 50 εταιρείες, που πληρούν με επάρκεια τους όρους που απαιτούνται για να περάσουν τις πύλες του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Η ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου, θέλει όραμα και πρωτοβουλίες. Κυρίως όμως απαιτεί πολιτική βούληση. Την διαθέτει η κυβέρνηση; Αν δεν την διαθέτει η Νέα Δημοκρατία, που είναι το κόμμα της αγοράς και της επενδυτικής λογικής από ποιον να περιμένουμε κάτι περισσότερο; Διότι ούτε στο Σύριζα ούτε στο ΠΑΣΟΚ, η λέξη «Χρηματιστήριο» βρίσκεται στην πολιτική τους ατζέντα, παρ’ όλο που ευαγγελίζονται την αναδιανομή των εισοδημάτων, δίχως ωστόσο να σημειώνουν πως κάτι τέτοιο προϋποθέτει την παραγωγή του πλούτου.