Πέρα από το Χρηματιστήριο Αθηνών, η χθεσινή ημέρα ήταν πολύ καλή και για την αγορά των κρατικών ελληνικών ομολόγων. Για πρώτη φορά μετά τις εκλογές του Ιουνίου, το Ελληνικό Δημόσιο βγήκε στις διεθνείς αγορές, εκδίδοντας ένα νέο ομόλογα 15ετούς διάρκειας.
Παράλληλα με αυτό έγινε και μία αναδιάρθρωση κάποιων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου για το 2024 και το 2025. Όπως μάθαμε από τα ρεπορτάζ του οικονομικού Τύπου, η Ελλάδα άντλησε 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ με επιτόκιο κοντά στο 4,45%, λίγο χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις που μιλούσαν για επιτόκιο 4,50%. Από τα 3,5 δισεκατομμύρια, τα 1,7 δισ. αντιστοιχούν σε νέες επενδύσεις και τα 1,8 δισ. αντιστοιχούν σε ομόλογα λήξης 2024 και 2025 τα οποία αποφάσισαν να ανταλλάξουν οι κάτοχοί τους με το νέο 15ετές. Τα τελικά στοιχεία δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα από τον ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) αλλά λογικά δεν θα έχουν σημαντικές διαφορές από αυτά που πληροφορηθήκαμε από τον Τύπο.
Η χθεσινή έκδοση είχε διπλό ενδιαφέρον. Από την μία μεριά διότι ήταν η πρώτη μετά τις εκλογές του Ιουνίου και από την άλλη διότι έδωσε στις αγορές τα πρώτα δείγματα γύρω από τη στρατηγική του Ελληνικού Δημοσίου ενόψει της, με μεγάλη σιγουριά, αναμενόμενης αναβάθμισης του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Όπως φαίνεται, ο ΟΔΔΗΧ αποφάσισε να ανανεώσει με καλούς όρους ένα κομμάτι του δανεισμού που λήγει την επόμενη διετία, πιθανώς και προληπτικά, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για το πότε και που θα σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων αναφοράς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αναφερόμαστε στον προληπτικό χαρακτήρα των κινήσεων του ΟΔΔΗΧ αφού είναι γνωστό πως οι ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου σε άντληση κεφαλαίων έχουν ήδη καλυφθεί για το 2023. Οι αγορές πιθανολογούν πως ο ΟΔΔΗΧ προτιμά να κινηθεί τώρα και να αναχρηματοδοτήσει ένα μέρος του δανεισμού των επόμενων ετών, ίσως και για να εξασφαλίσει από τώρα περίσσευμα διαθεσίμων ενόψει της πρόωρης αποπληρωμής δανείων ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων Ευρώ που προέρχονται από το πρώτο πακέτο των Μνημονίων των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Από την στιγμή που είναι σχεδόν δεδομένο πως το κόστος δανεισμού για όλες τις χώρες και τις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι το φθινόπωρο ψηλότερα από το τωρινό, η σκέψη αυτή φαίνεται εξαιρετικά λογική.
Ανεξάρτητα όμως από τους τελικούς όρους της έκδοσης του ομολόγου και από το ποιο είναι το ακριβές σχέδιο του ΟΔΔΗΧ και της οικονομικής ηγεσίας της χώρας, αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι το γεγονός πως, για μία ακόμα φορά τους τελευταίους μήνες, οι διεθνείς αγορές και οι επενδυτές αγόρασαν με μεγάλη προθυμία τους ελληνικούς δανειακούς τίτλους. Το επιτόκιο ήταν τελικά λίγο χαμηλότερο από το αρχικώς αναμενόμενο, πράγμα που δείχνει πως η ζήτηση ήταν ισχυρή, ενώ πολύ θετική εντύπωση έκανε το γεγονός πως κάποιοι επενδυτές αποφάσισαν να ανταλλάξουν ομόλογα αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα έληγαν σε ένα και δύο χρόνια με νέα ομόλογα που θα λήξουν σε 15 χρόνια.
Αυτό δείχνει πως εμπιστεύονται πραγματικά το Ελληνικό Δημόσιο, αλλιώς δεν θα ήταν καθόλου πρόθυμοι να μας δανείσουν για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η θετική έκβαση της χθεσινής έκδοσης του ομολόγου δεν αποτελεί έκπληξη καθώς όπως είπαμε και νωρίτερα δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο τους τελευταίους (πολλούς) μήνες. Αν κάποιος κοιτάξει στο ημερήσιο δελτίο τιμών που εκδίδει ο ΟΔΔΗΧ το διάγραμμα με τις αποδόσεις των ομολόγων δεκαετούς διάρκειας διαφόρων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το τελευταίο δωδεκάμηνο, θα καταλάβει πολύ εύκολα πως η διαφορά στην απόδοση των ελληνικών από τις αποδόσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών έχει μειωθεί κατά πολύ. Λέγοντας αυτό, εννοούμε πρακτικά πως ενώ πριν έναν χρόνο η Ελλάδα δανειζόταν σχεδόν με το ίδιο επιτόκιο όπως η Ιταλία, και περίπου κατά 1% παραπάνω από την Ισπανία και την Πορτογαλία, τώρα δανείζεται κατά περίπου 0,30% πιο φθηνά από την Ιταλία, κατά 0,40% πιο ακριβά από την Ισπανία και κατά 0,70% ακριβά από την Πορτογαλία. Αυτό δείχνει πολύ καθαρά πως οι αγορές και οι διεθνείς επενδυτές αποκτούν όλο και περισσότερη εμπιστοσύνη στην Ελλάδα, παρά το γεγονός πως δεν έχει έρθει ακόμα η επίσημη επιβεβαίωση της επιστροφής της χώρας μας στην ομάδα των αξιόχρεων κρατών (επενδυτική βαθμίδα).
Το γιατί έχει γίνει αυτό δεν είναι δύσκολο να το πούμε. Οι αγορές έχουν αξιολογήσει θετικά την οικονομική πολιτική που ακολουθείται από την κυβέρνηση που πολύ πρόσφατα επανεξελέγη και εκτιμούν πως δεν έχουν λόγο να φοβούνται να επενδύσουν στην Ελλάδα. Η προθυμία τους να επενδύσουν στη χώρα μας δεν φαίνεται βέβαια μόνο στην πορεία των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών δανειακών τίτλων αλλά και στην πραγματική οικονομία και στο Χρηματιστήριο. Φάνηκε και τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς εκτός από το Ελληνικό Δημόσιο, νέα ομόλογα εξέδωσαν δύο τράπεζες (Άλφα και Πειραιώς) και μία μεγάλη ελληνική επιχείρηση (Mytilineos), όλες με σημαντική επιτυχία και με καλούς όρους δανεισμού. Πέρα από την θετική άποψη που έχουν οι επενδυτές για την Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ακόμα και τώρα, τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι υψηλότερα από αυτά της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει πως για τους επενδυτές που έχουν πλέον εμπιστοσύνη στην Ελλάδα, η απόφαση να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα είναι ακόμα πιο εύκολη.
Το τι θα γίνει από εδώ και στο εξής δεν είναι πολύ εύκολο να πούμε, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Θα τολμήσουμε όμως να πούμε πως οι διεθνείς επενδυτές λογικά θα συνεχίσουν να βλέπουν με καλό μάτι τις αγορές ελληνικών κρατικών δανειακών τίτλων από τη στιγμή που στον ορίζοντα δεν υπάρχει πλέον ούτε υποψία πολιτικού ρίσκου και πολιτικής αβεβαιότητας, κάτι που δεν είναι βέβαιο πως ισχύει στις περιπτώσεις άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα οποία συνήθως συγκρίνεται η χώρα μας (προφανώς δεν αναφερόμαστε στη Γερμανία, παρά το ότι η εμφάνιση πολιτικής αβεβαιότητας δεν θα μας εξέπληττε). Όσο οι διεθνείς επενδυτές θα βλέπουν μία σταθερή κυβέρνηση με μία πολιτική φιλική προς τις επενδύσεις και συμβατή με τα διεθνώς ισχύοντα στις αγορές, δεν θα έχουν κανένα λόγο να σταματήσουν να μας εμπιστεύονται, με μία προϋπόθεση βέβαια: την διατήρηση ενός σχετικά σταθερού κλίματος στις παγκόσμιες αγορές.