Toυ Κωνσταντίνου-Μάριου Βαζιουράκη
Το φαινόμενο των τσουνάμι, δηλαδή των θαλάσσιων κυμάτων τα οποία συνήθως προκαλούνται από σεισμούς, δεν είναι ξένο για τις ακτές μας. Η δράση και κυρίως οι ζημιές τις οποίες έχουν κατά καιρούς προκαλέσει σε παράκτια τεχνικά έργα, και γενικότερα στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, ώθησαν τους επιστήμονες του αντίστοιχου κλάδου να στραφούν προς τη μελέτη μοντέλων ανάπτυξης και εξέλιξης ενός τέτοιου φαινομένου, με στόχο την επαγρύπνηση των πολιτών και την εύρυθμη λειτουργία της πολιτικής προστασίας της χώρας μας.
Η λέξη τσουνάμι είναι ιαπωνική και σημαίνει «κύματα μικρών όρμων ή λιμένων». Προκαλούνται, συνήθως, από άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις των υποθαλάσσιων σεισμών και -σπανιότερα- από εκρήξεις υποθαλάσσιων ή παράκτιων ηφαιστείων. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες απόψεις, τα θαλάσσια σεισμικά κύματα, όπως αλλιώς ονομάζονται, δημιουργούνται όταν συντελεστεί μια απότομη μορφολογική μεταβολή στον πυθμένα των θαλασσών.
Με πιο απλά λόγια, όταν ο πυθμένας, από επίπεδος και οριζόντιος που είναι, ξαφνικά διαταραχτεί, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός σκαλοπατιού, το οποίο σ' εκείνη ακριβώς τη θέση πυροδοτεί τον πρώτο παλμό και κατά συνέπεια το πρώτο κύμα, το οποίο εξαπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Κατολισθήσεις και ηφαίστεια
Η μορφολογική μεταβολή στον πυθμένα μπορεί να προκληθεί άμεσα από τη δραστηριοποίηση ενός ρήγματος, το μήκος του οποίου είναι καθοριστικός παράγοντας για το ύψος των τσουνάμι που θα προκληθούν. Εναλλακτικά, μια άλλη σημαντική αιτία θεωρείται η εμφάνιση κατολισθήσεων, οι οποίες «πυροδοτούνται» από σεισμούς. Ετσι, σε παράκτιες περιοχές, όπου οι κλίσεις των ορεινών όγκων είναι μεγάλες, η πτώση μεγάλων ποσοτήτων χαλαρού εδάφους μπορεί να προκαλέσει τοπικά αυτή τη σημαντική μεταβολή της μορφολογίας του πυθμένα.
Τέλος, όσον αφορά τη δράση των ηφαιστείων, κι αυτά, με τη σειρά τους, είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία τέτοιων κυμάτων. Από μια μορφή που παραπέμπει σε χωνί ή σε μια γιγάντια λακκούβα, τα αποβαλλόμενα στερεά και αέρια προϊόντα των ηφαιστείων είναι ικανά να παίξουν τον ρόλο του μεγάλου «διαταρακτή» του θαλάσσιου πυθμένα.
Χάρτες επικινδυνότητας
Η συχνότητα εμφάνισης των τσουνάμι στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι τόσο μεγάλη όσο σε άλλες περιοχές, κυρίως στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού. Ιδίως τα μεγάλα τσουνάμι είναι σπάνια, χωρίς να σημαίνει πως αυτό το φαινόμενο είναι ξένο για την Ελλάδα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η ελληνική κοινωνία διαθέτει πλέον μια οργανωμένη και λεπτομερώς σχεδιασμένη πολιτική προστασία των περιοχών που οι επιστήμονες καταδεικνύουν ως υψίστης επικινδυνότητας.
Έχοντας διανύσει μια περίοδο σημαντικών καταγεγραμμένων συμβάντων στον ελλαδικό χώρο από το τσουνάμι, το οποίο πυροδοτήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, τον 15ο π.Χ. αιώνα, ώς το τσουνάμι που προκλήθηκε ΝΔ της Κρήτης το 365 μ.Χ. και στοίχισε τη ζωή 5.000 ανθρώπων, οι επιστήμονες είναι πλέον σε θέση, μέσω μοντέλων και σύνθετων μαθηματικών εξισώσεων, να εκτιμήσουν το ύψος του κύματος, τον χρόνο άφιξής του σε όλες τις γειτονικές περιοχές, την επιφάνεια κάλυψης της ενδοχώρας με το νερό, καθώς και τον χρόνο που θα χρειαστούν οι πολίτες ώστε να βρεθούν έγκαιρα στα σημεία ασφαλούς συγκέντρωσης.
Με τα δεδομένα αυτά, το κράτος είναι πλέον υπεύθυνο για την κατασκευή και άμεση εφαρμογή των χαρτών επικινδυνότητας για τσουνάμι, που θα θέτουν τις βάσεις για την προστασία και την επαγρύπνηση όλων μας, αφήνοντας για το παρελθόν τους χαρακτηρισμούς περί «βιβλικών καταστροφών».
Τα μεγαλύτερα τσουνάμι στην Ελλάδα
Στις 21 Ιουλίου του 365 μ.Χ. σημειώνεται στην Κρήτη ο ισχυρότερος σεισμός που έχει καταγραφεί στη Μεσόγειο, έντασης μεταξύ 8,3 και 8,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός προκαλεί τσουνάμι ύψους 9,5 μ., το οποίο προξενεί πολλές καταστροφές σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στην Κρήτη και την Αλεξάνδρεια, και εκτεταμένες καταστροφές στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, στη Λιβύη και τη Μικρά Ασία.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 9 Ιούλιου 1956, ένας ισχυρός σεισμός της τάξης 7,5 Ρίχτερ χτυπά την Αμοργό, ενώ προκαλεί μεγάλες ζημιές και στα νησιά Αστυπάλαια, Ανάφη, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο και Σαντορίνη. Ο σεισμός συνοδεύεται από θαλάσσιο κύμα βαρύτητας (τσουνάμι), λόγω μιας υποθαλάσσιας κατολίσθησης, που το ύψος του έφτασε τα 25 μέτρα στη Νοτιοανατολική Αμοργό, τα 10 στην Αστυπάλαια και περίπου στα 3 μέτρα στη βορειοδυτική ακτή της Κω, στοιχίζοντας τη ζωή σε 53 ανθρώπους.
Στην περίπτωση του Κορινθιακού, οι επιστήμονες σημειώνουν πως επτά φορές στη διάρκεια του 20ού αιώνα κύματα ύψους έως και 5 μ. έχουν πλήξει τις παράκτιες περιοχές, με πιο έντονη εκείνη στις Καμάρες Αιγιαλείας, τον Φεβρουάριο του 1963. Ο Κορινθιακός είναι μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδας, με σεισμογόνο ζώνη που έχει μήκος 130 χλμ., πλάτος 30 χλμ. και βάθος 850 μ. Ωστόσο, τα τσουνάμι που έχουν σημειωθεί στην περιοχή συνδέονται κατά κύριο λόγο με υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, αφού το μήκος των υπαρχόντων ρηγμάτων δεν τα καθιστά ικανά να δώσουν κύματα αξιοσημείωτου ύψους.
* Κάθε ημέρα, οι συνεργάτες του μη κερδοσκοπικού οργανισμού επικοινωνίας επιστημονικών θεμάτων στο ευρύ κοινό SciCo παρουσιάζουν με απλά λόγια ένα θέμα που φέρνει την επιστήμη πιο κοντά μας.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», αρ. φύλλου 43.