Της Ιοκάστης Κ. Δώδη
Ένα παλιό βιβλίο, ένα καινούργιο προϊόν τεχνολογίας, η ατμόσφαιρα πριν και μετά τη βροχή... Μυρωδιές γνώριμες, εθιστικές, που τις αισθανόμαστε αρκετά συχνά, χωρίς να γνωρίζουμε ποτέ το γιατί. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί η βροχή «μυρίζει» έπειτα από μία καταιγίδα; Ή και πριν από αυτήν; Πόσοι από εμάς, πριν ξεσπάσει μία καταιγίδα, πέρα από τον μολυβένιο ουρανό που βλέπουμε, «μυρίζουμε» τη βροχή που πλησιάζει; Μία έντονη οσμή, που θυμίζει τη μυρωδιά της χλωρίνης, φθάνει στη μύτη μας. Πού οφείλεται αυτή η μυρωδιά;
Η επιστήμη έρχεται να δώσει την απάντηση: Το ηλεκτρικό φορτίο ενός κεραυνού μπορεί να διαχωρίσει τα μόρια του οξυγόνου και του αζώτου που βρίσκονται στην ατμόσφαιρα και συχνά μετασχηματίζονται σε μονοξείδιο του αζώτου, το οποίο -με διάφορες χημικές μετατροπές- παράγει το όζον. Το όζον είναι, λοιπόν, αυτό που μυρίζουμε και καταλαβαίνουμε πως θα βρέξει. Άλλωστε, το όνομά του προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη, «όζει», που σημαίνει μυρίζει. Όμως, τι είναι αυτό που μυρίζουμε μετά τη βροχή;
Οι Μπέαρ και Τόμας, δύο ερευνητές στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, δημοσίευσαν το 1964 μελέτη σχετικά με το «άρωμα» της βροχής. Αναφέρθηκαν στη συγκεκριμένη μυρωδιά ως «αργιλική οσμή», αλλά στη συνέχεια επινόησαν τον όρο «petrichor» (πετριχώρος: πέτρα + ιχώρ), η οποία οφείλεται σε ένα έλαιο, μείγμα διαφόρων ενώσεων, που εκκρίνεται από ορισμένα φυτά κατά τη διάρκεια των ξηρών περιόδων και απορροφάται από τα ξηρά πετρώματα και το έδαφος. Ετσι, όταν έχουμε βροχή έπειτα από μια περίοδο ξηρασίας, αυτές οι χημικές ουσίες απελευθερώνονται στον αέρα, με αποτέλεσμα να παράγεται η μυρωδιά.
Πώς, όμως, απελευθερώνονται αυτές οι ουσίες και φθάνουν στη μύτη μας; Την απάντηση έδωσαν τρεις ερευνητές του MIT, οι Γιουνγκ, Γκε και Μπουιέ, οι οποίοι παρατήρησαν ότι κατά την πτώση των σταγόνων της βροχής στο έδαφος απελευθερώνονται φυσαλίδες με αερολύματα ή αιωρούμενα στερεά σωματίδια. Για να γίνει πιο κατανοητό το φαινόμενο, σκεφτείτε ένα ποτήρι σαμπάνιας με τις φυσαλίδες της που ανεβαίνουν προς τα πάνω, απελευθερώνοντας το περιεχόμενό τους.
Η μυρωδιά προκύπτει ταυτόχρονα και από έναν άλλο παράγοντα: την παρουσία στρεπτομυκήτων (γένος βακτηρίων) στο χώμα, οι οποίοι βρίσκονται σε μεγάλους πληθυσμούς, κυρίως σε μορφή σπορίων, με υψηλή περιεκτικότητα της ουσίας γεωσμίνη (γη + οσμή). Η ανθρώπινη μύτη είναι άκρως ευαίσθητη στη γεωσμίνη και την αντιλαμβάνεται ακόμα και σε εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις.
Πέρα από τη χημική εξήγηση της μυρωδιάς της βροχής, πάντως, γεννάται το ερώτημα, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουμε αυτή τη μυρωδιά τόσο ευχάριστη. Η ανθρωπολόγος Ντ. Γιανγκ, του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ, εισήγαγε τον όρο «πολιτισμική συναισθησία» και εικάζει πως είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Από τις απαρχές της ύπαρξής τους οι άνθρωποι είχαν συνδέσει τη βροχή με το πράσινο χρώμα, τη βλάστηση, την ανθοφορία και την καρποφορία, δηλαδή με την ίδια τη ζωή. Επομένως, ενστικτωδώς, η βροχή τούς προκαλούσε ευχάριστα συναισθήματα, καθώς αποτελούσε «συστατικό» της επιβίωσής τους. Ισως γι' αυτό αγαπάμε τόσο τη μυρωδιά της βροχής - είναι κάτι οικείο που, κάθε φορά, μας προκαλεί ποικίλα συναισθήματα, τα ίδια αρχέγονα συναισθήματα που μοιραζόμαστε με τους προγόνους μας.
Πού εντοπίζονται οι στρεπτομύκητες στη φύση και ποια είναι η σχέση τους με την ανθρώπινη υγεία;
Οι στρεπτομύκητες είναι μη παθογόνα για τον άνθρωπο βακτήρια, θετικά κατά Γκραμ, ανήκουν στο φύλο των ακτινοβακτηρίων και βρίσκονται σε όλα τα οικοσυστήματα (αέρινα, θαλάσσια και γήινα, στα τελευταία είναι και τα πολυπληθέστερα απ' όλα τα είδη των βακτηρίων), απαντά η Αμαλία Καραγκούνη-Κύρτσου.
Η μεγάλη εξάπλωσή τους οφείλεται κυρίως στην ικανότητα διαφοροποίησής τους σε ανθεκτικές μορφές που λέγονται σπόρια (=πλήρη κύτταρα, αδρανή κάτω από δυσμενείς συνθήκες, τα οποία έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης, όταν οι συνθήκες περιβάλλοντος είναι ευνοϊκές). Οι στρεπτομύκητες είναι τα πιο ωφέλημα βακτήρια για την υγεία του ανθρώπου, αφού είναι οι παραγωγοί των περισσότερων φαρμάκων (περίπου του 70% των αντιβιοτικών και αντικαρκινικών). Παράγουν τις ουσίες που για εμάς είναι φάρμακα κατά τον δευτερογενή μεταβολισμό τους και τις εκκρίνουν στο περιβάλλον, προκειμένου να προστατευθούν και να επιβιώσουν έναντι άλλων μικροβιακών πληθυσμών.
* Η Αμαλία Δ. Καραγκούνη-Κύρτσου είναι καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι επίσης διευθύντρια του μάστερ «Μικροβιακή Βιοτεχνολογία» του Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ και του διαπιστευμένου με ISΟ/IEC 17025 Εργαστηρίου Μικροβιολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και πρόεδρος του Εθνικού Δικτύου Μικροβιακών Καλλιεργειών.
**Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος», τεύχος 2ο.