«Οι αρχαίες πηγές δείχνουν τον τάφο του Αριστοτέλη»

«Οι αρχαίες πηγές δείχνουν τον τάφο του Αριστοτέλη»

Tο αψιδωτό οικοδόμημα των ελληνιστικών χρόνων που ανέσκαψε το 1996, λίγα μόλις μέτρα από την Αρχαία Αγορά στα Στάγειρα Χαλκιδικής, είναι ο τάφος-βωμός του Αριστοτέλη.

Αυτό ανέφερε χθες ο αρχαιολόγος -έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ και χρόνια- Κώστας Σισμανίδης, μιλώντας από το βήμα του διεθνούς συνεδρίου «Αριστοτέλης 2.400», στο ΑΠΘ.

Οπως είπε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, επέλεξε το διεθνές συνέδριο για τον Αριστοτέλη και όχι μια αρχαιολογική συνάντηση για να κάνει τη ανακοίνωση «επειδή δεν έχω κινητά ευρήματα και αρχαιολογικά στοιχεία, αλλά η μελέτη μου βασίζεται πάνω σε γραπτές πηγές και μαρτυρίες, πολύ μεταγενέστερες».

«Χωρίς να έχουμε αποδείξεις, παρά μόνο ισχυρές ενδείξεις, όλα συντείνουν στο ότι το οικοδόμημα της αρχαίας πόλης, κοντά στην Αγορά, ήταν ο τάφος και ο βωμός του Αριστοτέλη» είπε λίγο αργότερα μιλώντας στο συνέδριο. Ανέφερε ακόμη ότι η ανασκαφή διακόπηκε το 1997 και υποστήριξε πως ο ίδιος «κυνηγήθηκε» όλα αυτά τα χρόνια από την εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, λόγω της αντίδρασής του στην? εξόρυξη χρυσού στην περιοχή και πως αυτό συνεχίστηκε διαχρονικά μέχρι σήμερα.

Ο Κ. Σισμανίδης είχε ανακοινώσει το αρχαιολογικό εύρημά του στην Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Εργο στη Μακεδονία και στη Θράκη το 1996, αλλά τότε είχε διατυπώσει μόνο την υπόθεση ότι μπορεί να είναι ο τάφος του Αριστοτέλη. Επειδή ωστόσο δεν είχε να παρουσιάσει κάποια σοβαρά αρχαιολογικά στοιχεία, το θέμα κρατήθηκε έκτοτε σε χαμηλά επίπεδα.

Η ανακοίνωση του κ. Σισμανίδη για τον τάφο-βωμό προκάλεσε προβληματισμό μεταξύ των αρχαιολόγων και αρκετοί εμφανίστηκαν διστακτικοί στο να υιοθετήσουν την άποψή του. Γνωστός καθηγητής Αρχαιολογίας είπε στο «Εθνος» ότι «οι αρχαιολόγοι αναμένουν τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για να μη συμβεί ό,τι ακριβώς έγινε στην Αμφίπολη». «Εύχομαι να επιβεβαιωθεί», περιορίστηκε να δηλώσει η αρχαιολόγος Στέλλα Δρούγου.

Ως πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στην υπόθεσή του για την ύπαρξη του τάφου-βωμού στα Στάγειρα, ο κ. Σισμανίδης ανέφερε ότι στο μαρμαροθετημένο δάπεδο που βρέθηκε βορειοανατολικά του αψιδωτού οικοδομήματος και σε επαφή με τον βόρειο τοίχο του και το άνοιγμα της εισόδου, υπάρχει μια κενή σήμερα ορθογώνια επιφάνεια, ακριβώς στο κέντρο του. «Στο ερώτημα τι είδους κατασκευή θα μπορούσε να υπάρχει σε αυτή τη θέση, δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτε άλλο, παρά έναν βωμό, προφανώς από μάρμαρο, αν κρίνουμε από τη λατύπη μαρμάρου που βρέθηκε εξωτερικά της», είπε ο κ. Σισμανίδης και συμπλήρωσε: «Η παρουσία του βωμού στη θέση αυτή ανακαλεί στον νου τη μαρτυρία όλων σχεδόν των πηγών που μελέτησα, ότι δηλαδή στον τάφο του Αριστοτέλη στήθηκε βωμός για θυσίες και απονομή τιμών προς τον φιλόσοφο».

«Εμένα με πείσανε οι αρχαίες πηγές. Θεωρώ ότι έχουμε ισχυρότατες ενδείξεις που φτάνουν σχεδόν στη βεβαιότητα», επέμεινε ο κ. Σισμανίδης και συμπλήρωσε ότι το οικοδόμημα αυτό κτίστηκε σε ένα σημείο με πανοραμική θέα, στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου, είχε δημόσιο χαρακτήρα και βωμό, έτσι δεν θα μπορούσε να έχει άλλη χρήση, παρά να ήταν ο τάφος και το ηρώο του Αριστοτέλη».

Ο αρχαιολόγος παρέθεσε μια σειρά από πηγές, στις οποίες βασίζει την άποψή του. Ως πρώτη πηγή, ανέφερε μια αραβική βιογραφία του Αριστοτέλη, του β΄μισού του 11ου μ.Χ. αιώνα, η οποία αντιγράφει μια βιογραφία του Αριστοτέλη από κάποιον Πτολεμαίο που έζησε κατά το α΄μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. και λέει ότι, όταν ο Αριστοτέλης πέθανε στη Χαλκίδα το 322 π.Χ., οι Σταγειρίτες μετέφεραν την τέφρα του στην πατρίδα τους, την τοποθέτησαν μέσα σε χάλκινη υδρία και στη συνέχεια την απόθεσαν σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν «Αριστοτέλειον». Οι ίδιες πληροφορίες επαναλαμβάνονται στο χειρόγραφο αριθ.257 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, που χρονολογείται γύρω στα 1300. Πρόκειται για τη βιογραφία του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία οι Σταγειρίτες έστησαν τάφο και βωμό στο σημείο όπου μετέφεραν την τέφρα του, το ονόμασαν «Αριστοτέλειο» και συναθροίζονταν, «ίσως έκαναν εκεί τις συνελεύσεις της Βουλής».

«Ανάλογες γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν και άλλες, όπως για παράδειγμα εκείνη του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Αμμώνιου, που έζησε τον 5ο αι. μ.Χ. και σύμφωνα με τον οποίο, οι ετήσιες γιορτές και αγώνες στη μνήμη του φιλοσόφου ονομάζονταν ''''Αριστοτέλεια'''' και ο μήνας ''''Σταγειρίτης''''», είπε ο κ. Σισμανίδης.

Το ταφικό οικοδόμημα καταστράφηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους και πάνω του ορθώθηκε ένας πύργος, ωστόσο ο ημικυκλικός τοίχος διατηρείται σε ύψος περίπου 2 μέτρων. Επιπλέον, σημείωσε ότι η στέγη του οικοδομήματος ήταν από κεραμίδια από το βασιλικό κεραμοποιείο, γεγονός που επιβεβαιώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του.

Αναφορικά με τη χρονολόγησή του ο αρχαιολόγος είπε ότι «είναι λιγότερο προβληματική από την ερμηνεία του, δηλαδή τον χαρακτήρα της λειτουργίας του». Οπως εξήγησε ανάγεται στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε αυτό οδηγεί μεγάλος αριθμός κινητών ευρημάτων, όπως η πολυπληθής και καλής ποιότητας αβαφής και μελαμβαφής κεραμική και τα πάνω από 50 νομίσματα που σχετίζονται με το κτίσμα και είναι του Αλέξανδρου Γ΄ και των επιγόνων του, Αντίγονου Γονατά, Δημητρίου Πολιορκητή κ.ά.

άρκεια των εργασιών του Διεθνούς Συνεδρίου «Αριστοτέλης 2.400», που διοργανώνεται από το «Διεπιστημονικο? Κε?ντρο Αριστοτελικω?ν Μελετω?ν» του ΑΠΘ για την επε?τειο των 2.400 χρο?νων απο? τη γε?ννηση του Αριστοτε?λη, μαθητή του Πλάτωνα και δασκάλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τελεί υπό την αιγι?δα του Προε?δρου της Δημοκρατι?ας.

Της Μαρίας Ριτζαλέου

Από το ethnos.gr