Ο πρωτοπόρος της Ποπ Αρτ, Τζέιμς Ρόζενκιστ, πέθανε σε ηλικία 83 ετών

Ο πρωτοπόρος της Ποπ Αρτ, Τζέιμς Ρόζενκιστ, πέθανε σε ηλικία 83 ετών

Του Ken Johnson

Ο Τζέιμς Ρόζενκιστ, ο οποίος βοήθησε στο να οριστεί η Ποπ Αρτ στο απόγειό της τη δεκαετία του 1960 με τα τολμηρής κλίμακας ζωγραφισμένα μοντάζ από διαφημιστικές εικόνες, πέθανε προχθές Παρασκευή στη Νέα Υόρκη. Ήταν 83 ετών.

Η γυναίκα του, Μίμι Τόμσον, είπε ότι ο Ρόζενκιστ πέθανε στο σπίτι του από μακροχρόνια ασθένεια.

Όπως οι σύγχρονοί του, Άντι Γουόρχολ και Ρόι Λίχτενσταϊν, ο Ρόζενκιστ ανέπτυξε ένα δυναμικό γραφικό στυλ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το οποίο οι συντηρητικοί λοιδόρισαν και το ευρύ κοινό αγκάλιασε με ενθουσιασμό.


Οι ποπ καλλιτέχνες πήραν ως θέμα τους εικόνες και αντικείμενα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την ποπ κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένων διαφημίσεων, κόμιξ και καταναλωτικών προϊόντων. Επίσης, χρησιμοποίησαν τεχνικές που μέχρι τότε είχαν συσχετιστεί κυρίως με εμπορικές και βιομηχανικές μεθόδους παραγωγής, όπως η μεταξοτυπία ή, στην περίπτωση του Ρόζενκιστ, ζωγραφική πίνακα διαφημίσεων.

Ο ίδιος ο Ρόζενκιστ αντλούσε την εμπειρία του στη ζωγραφική από τις τεράστιες πινακίδες κινηματογράφου που ζωγράφιζε πάνω στην Times Square και την πινακίδα Hebrew National στο Μπρούκλιν.

Ήταν την εποχή που δούλευε στη Νέα Υόρκη ως ζωγράφος πινακίδων τη μέρα και αφαιρετικός ζωγράφος τη νύχτα, όταν είχε την ιδέα να εισάγει τις γιγαντιαίων διαστάσεων, ευρέως ζωγραφισμένες αναπαραστατικές εικόνες από εξωτερικές διαφημίσεις στο πεδίο των καλών τεχνών.

«Ήταν η εισαγωγή αυτής της μεθόδου στην τέχνη ένα φθηνό κόλπο;», έγραψε ο κριτικός Peter Schjedahl στο The New Yorker το 2003, με αφορμή την πολυαναμενόμενη αναδρομική έκθεση του έργου του Ρόζενκιστ στο Μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη. «Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν οι μεταξοτυπίες φωτογραφιών του Γουόρχολ και η ζωγραφική αποσπασμάτων από κόμιξ του Λίχτενσταϊν.»

«Ο στόχος σε όλες τις περιπτώσεις», πρόσθεσε ο Schjedahl, «ήταν να συνδυαστεί η αισθητική της ζωγραφικής με τη σημειολογία της βουτηγμένης στα ΜΜΕ σύγχρονης πραγματικότητας. Η γυμνή αποτελεσματικότητα της αντι-προσωπικής καλλιτεχνικής δημιουργίας ορίζει την Ποπ Αρτ. Είναι σα να σου ζητά κάποιος να επιθεωρήσεις τη γροθιά με την οποία σε χτυπάει.»

Ο Ρόζενκιστ αντλούσε έμπνευση, επίσης, από την παράδοση του σουρεαλιστικού κολλάζ, καθώς και από τα σχέδια μοντάζ της σύγχρονης διαφήμισης, για να δημιουργήσει διαζευκτικές συνθέσεις από περικομμένες και κατακερμαστισμένες εικόνες αμαξιών, αστέρων του σινεμά, διατροφικών προϊόντων και οικιακών συσκευών.

Παρόλο που ήταν ζωγραφισμένες με το χέρι με ένα διαυγές, απλοποιημένο, ρεαλιστικό ύφος, οι αντιπαραθέσεις των εικόνων παραμένουν μυστηριώδεις. Οι πίνακες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τόσο ως κριτικές στο μοντέρνο καταναλωτισμό όσο ως ματιές στη συλλογική συνείδηση της Αμερικής.

«Η μορφολογική εφευρετικότητα της τέχνης μπορεί να πεταχτεί πάνω σου με τη δύναμη μιας σχάρας ενός Φορντ ή ενός τμήματος των χειλιών της Μέριλιν Μονρό ή ενός καπακιού από ένα μπουκάλι Pepsi ή μια στοίβα πιάτα Fiesta σε μια θήκη πιάτων, έγραψε ο Michael Kimmelman στους The New York Times, επίσης το 2003.

Οι πίνακες του Ρόζενκιστ σπανίως περιείχαν ανοιχτά πολιτικά μηνύματα, αλλά το πιο γνωστό του έργο, το τεράστιο F-111, δημιουργήθηκε το 1964 και το 1965, εν μέρει ως διαμαρτυρία ενάντια στον αμερικανικό μιλιταρισμό. Σε αυτό, η εικόνα ενός μοντέρνου μαχητικού αεροσκάφους, που απλώνεται σε 26,2 μ. κατά μήκος ενός πλέγματος από 51 καμβάδες και πάνελ αλουμινίου, διακόπτεται από εικόνες ενός κολοσσιαίου λάστιχου, μιας ομπρέλας θαλάσσης, ενός πυρηνικού συννέφου σα μανιτάρι, μακαρόνια με σάλτσα ντομάτας και ένα μικρό κορίτσι κάτω από ένα στεγνωτήρα για τα μαλλιά από χρώμιο που μοιάζει με πυρηνική κεφαλή.

Ο Ρόζενκιστ είχε την πρόθεση να πουλήσει τον πίνακα ως ξεχωριστά πάνελ, αλλά ο συλλέκτης Robert Scull τον αγόρασε ολόκληρο και τον διατήρησε έτσι. Τώρα βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη.

Ο Τζέιμς Άλμπερτ Ρόζενκιστ γεννήθηκε στο Grand Forks της Βόρειας Ντακόταστις 29 Νοεμβρίου 1933 και μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις στη Μιννεσότα και το Οχάιο, πριν οι γονείς του εγκατασταθούν στη Μιννεάπολη το 1944. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν μηχανικός αεροσκαφών, ανάμεσα σε άλλα. Η μητέρα του, Ρουθ, ερασιτέχνης ζωγράφος που μπορούσε να πετάξει αεροπλάνο, ενθάρρυνε το ενδιαφέρον του για την τέχνη, και ο Ρόζενκιστ κέρδισε μια υποτροφία για να σπουδάσει στο Ινστιτούτο Τεχνών στη Μιννεάπολη όταν ήταν στο γυμνάσιο.

Αφού πήρε ένα δίπλωμα στην τέχνη εργαστηρίου,  πήγε να δουλέψει για μια εταιρεία με πινακίδες, όπου ζωγράφιζε διαφημίσεις για ταινίες, οινοπνευματώδη και αναψυκτικά. Μία ανάθεση, κατά τη διάρκεια της μανίας για τον Davy Crockett που σάρψσε τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από μια μίνει σειρά της Γουόλτ Ντίσνεϋ, ήταν να ζωγραφίσει καπέλα από δέρμα και γούνα ρακούν πλάτους 2,4 μ.

Το 1955 ο Ρόζενκιστ κέρδισε μια υποτροφία διάρκειας ενός έτους για το Art Students League στη Νέα Υόρκη, φτάνοντας με $350 στην τσέπη του, είπε. Σπούδασε εκεί με τους Γουίλ Μπαρνέτ, Έντουιν Ντίκινσον και Γκέοργκ Γκρος, μεταξύ άλλων.

Ακόμη, άρχισε να συχνάζει στο Cedar Tavern στο Greenwich Village, ένα σημείο συνάντησης για ζωγράφους και ποιητές. «Εκεί ήταν ο Μπιλ ντε Κούνινγκ, ο Φραντς Κλάιν», είχε πει ο Ρόζενκιστ στους Times το 2003.

Αφότου έφυγε από το σχολείο την επόμενη χρονιά, έκανε μια σειρά από περίεργες δουλειές πριν επιστρέψει στη ζωγραφική πινακίδων, γίνει μέλος της ένωσης ζωγράφων πινακίδων και δουλέψει κυρίως για την Artkraft Strauss Sign Corporation, η οποία ζωγράφιζε μερικές από τις μεγαλύτερες πινακίδες στον κόσμο.

«Μεγάλο μέρος της αισθητικής του έργου μου προέρχεται από το ότι έκανα τέχνη του εμπορίου», είχε πει ο Ρόζενκιστ. «Ζωγράφιζα κομμάτια ψωμί, πουκάμισα Arrow, αστέρες του κινηματογράφου. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Πριν έρθω στη Νέα Υόρκη, ήθελα να ζωγραφίσω την Καπέλα Σιξτίνα. Σκεφτόμουν ότι εκεί ήταν το σχολείο για επιτοίχια ζωγραφική. Ζωγράφιζες πράγματα σε κοντινό, όπως μεγάλα κέικ σοκολάτας. Στο Μπρούκλιν ζωγράφιζα μπουκάλια ουίσκι Schenley ύψους δύο ορόφων, 147 από αυτά σε κάθε κατάστημα.»

Συνέχισε τη δουλειά μέχρι το 1960, όταν παραιτήθηκε για τα καλά αφότου δύο συνάδελφοί του έπεσαν από μία σκαλωσιά και σκοτώθηκαν.

Εκείνη τη χρονιά νοίκιασε το πρώην εργαστήριο της Άγκνες Μάρτιν στο 3-5 Coenties Slip, ένα κτίριο στο East River του Μανχάτταν, όπου ο Ρόμπερτ Ιντιάνα, ο Έλσγουορθ Κέλλυ, ο Τζάσπερ Τζονς και ο Τζακ Γιάνγκερμαν επίσης είχαν εργαστήρια.

Μέχρι τότε, ο Ρόζενκιστ έκανε πίνακες που αποτελούνταν από πινελιές σε όλη την επιφάνειά τους, στο πνεύμα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Πλέον, επηρεασμένος εν μέρει από τα έργα του Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ και του Τζονς, τους οποίους είχε γνωρίσει, ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τις ζωγραφικές δεξιότητές του από τις πινακίδες.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Ρόζενκιστ πειραματίστηκε με τα γλυπτικά ασεμπλάζ και τις περιβαλλοντικές εγκαταστάσεις και μερικές φορές προσκολλούσε τρισδιάστατα αντικείμενα στις εικόνες του. Αλλά παρέμεινε κυρίως αναπαραστατικός ζωγράφος. Αργότερα, κάποιοι από τους πίνακές του προσέγγισαν μια κάπως φουτουριστική, καλειδοσκοπική αφαίρεση, αλλά το παιχνίδι με διαφορετικών ειδών εικόνες και παραισθήσεις παρέμενε.

Ο πρώτος γάμος του Ρόζενκιστ, με τη Μαίρη Λου Άνταμς, κατέληξε σε διαζύγιο. Αφήνει πίσω του την Τόμσον, τη δεύτερη γυναίκα του, το γιο του, Τζον, από τον πρώτο του γάμο, την κόρη του Λίλυ, από το δεύτερο γάμο του, και έναν εγγονό, τον Όσκαρ.

Η πρώτη ατομική έκθεση του Ρόζενκιστ στην Green Gallery το 1962 ξεπούλησε. Εκείνη την ίδια χρονιά, το έργο του συμπεριελήφθη σε μια επισκόπηση της νέας τέχνης στη Sidney Janis Gallery, με τίτλο “International Exhibition of the New Realists”, που έβαλε αυτό που θα γινόταν σύντομα γνωστό ως Ποπ Αρτ στο χάρτη της σύγχρονης συνείδησης. 

Το 1965 έδειξε το F-111 στην πρώτη του έκθεση στη Leo Castelli Gallery, η οποία μέχρι τότε εκπροσωπούσε τους περισσότερους από τους μεγάλους καλλιτέχνες της Ποπ.

Ο πίνακας εκτέθηκε στη συνέχεια στο Εβραϊκό Μουσείο και μετά έκανε περιοδεία στην Ευρώπη. Εκτός από την έκθεση στο Guggenheim το 2003, για το Ρόζενκιστ είχαν γίνει αναδρομικές και σε άλλα μουσεία, όπως στην Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά στην Οττάβα το 1968, στο Whitney Museum of American Art  στη Νέα Υόρκη το 1972 και στο Μουσείο Τεχνών του Ντένβερ το 1985. Είχε κάνει μια έκθεση στην γκαλερί Haunch of Venison του Λονδίνου, που τώρα έχει κλείσει, το 2006, καθώς και μία ατομική στις Acquavella Galleries στη Νέα Υόρκη το 2012. Η πιο πρόσφατη έκθεσή του άνοιξε το περασμένο φθινόπωρο στην γκαλερί Thaddaeus Ropac στο Παρίσι. Και το Μουσείο Ludwig στην Κολονία της Γερμανίας θα φιλοξενήσει μια έκθεση του έργου του αργότερα μέσα στη χρονιά.

Για πολλά χρόνια δούλευε σε ένα λοφτ στην Chambers Street στη Νέα Υόρκη, το οποίο αγόρασε το 1977 για $120.000. Το 1978 ο Πρόεδρος Jimmy Carter τον όρισε σε εξαετή θητεία στο Εθνικό Συμβούλιο για τις Τέχνες, μία ομάδα που συμβουλεύει το Εθνικό Κληροδότημα για τις Τέχνες.

Τα τελευταία χρόνια περνούσε πολύ χρόνο στην Aripeka της Φλόριντα, όπου είχε ένα σπίτι, με χώρο γραφείου και εργαστηρίου. Μια μεγάλη φωτιά κατέστρεψε την ιδιοκτησία αυτή το 2009.

Ο William Acquavella, ο γκαλερίστας του στη Νέα Υόρκη, είχε πει ότι ο Ρόζενκιστ έχασε σημαντικό όγκο δουλειάς στη φωτιά.

«Εκείνος απλώς επανήλθε μετά από αυτό», είπε. «Για κάποιον άλλο θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να επανέλθει. Αλλά απολάμβανε να δουλεύει, απολάμβανε να δημιουργεί πράγματα, και απολάμβανε τη ζωγραφική.»

Ο Ρόζενκιστ είχε επίσης σπίτια στο Bedford της Νέας Υόρκης και στο Μαϊάμι. Πρόσφατα περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στη Νέα Υόρκη, είπε η Τόμσον.

Το 2009 ο Ρόζενκιστ εξέδωσε μια αυτοβιογραφία, την “Painting Below Zero: Notes on a Life in Art”, την οποία συνέγραψε ο David Dalton. Σε μια κριτική του για τους New York Times, ο Dwight Garner την αποκάλεσε «ένα έντονο και ταπεινό βιβλίο, το οποίο φωτίζεται εκ των έσω από τη γοητεία που ασκεί η απλή γλώσσα ενός γραφιά του συγγραφέα.»

Στο βιβλίο, ο Ρόζενκιστ μιλούσε για το κίνημα που βοήθησε να ξεκινήσει.

«Ποπ Αρτ. Δε με ένοιαζε ποτέ ο όρος, αλλά μετά από μισό αιώνα που με περιγράφουν ως ποπ καλλιτέχνη, έχω παραιτηθεί σε αυτό», είχε πει. «Παρ' όλ' αυτά, δεν ξέρω τι σημαίνει Ποπ Αρτ, για να σου πω την αλήθεια.»

 

Πηγή: nytimes.com