Νέο ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται στο μύθο του Μπόυς, και όχι στον καλλιτέχνη

Νέο ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται στο μύθο του Μπόυς, και όχι στον καλλιτέχνη

Του David D' Arcy

Όταν ήταν ενεργός, ο Γιόζεφ Μπόυς (Joseph Beuys, 1921-86) ήταν ο καλλιτεχνικός αστέρας της μεταπολεμικής Γερμανίας. Γιος ενός δημόσιου υπάλληλου, υποστήριζε ότι επιβίωσε από ένα αεροπορικό δυστύχημα στην Κριμαία, όταν υπηρετούσε στη Luftwaffe κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, χάρη στη βοήθεια μιας περιπλανώμενης ομάδας Τατάρων. Με αυτήν την ιστορία ως μύθο της δημιουργίας του, ο Μπόυς προσέθεσε ένα καπέλο και ένα γιλέκο, και πήδηξε στο κενό της Dusseldorf Art Academy, στην οποία έγινε καθηγητής.

Το ντοκιμαντέρ “Beuys” έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου. Σκηνοθετημένο από τον Andres Veiel, χρησιμοποιεί ένα τεράστιο οπτικό αρχείο –στηνΓερμανία, οι δραστηριότητες του Μπόυς ήταν τόσο καλά καταγεγραμμένες όσο του Άντι Γουόρχολ στην Αμερική- και παρουσιάζει (ή ξαναπαρουσιάζει) τον Μπόυς σε ένα κοινό που έχει μεγαλύτερη επαφή με τους καλλιτέχνες-διασημότητες που τον ακολούθησαν.


Η ταινία θα μπορούσε να ονομαστεί “Μπόυς για αρχάριους” (Beuys 1.0), και αποτελεί μια προσπάθεια για μια γενική, νουνεχή σύνοψη της ζωής και της καριέρας του καλλιτέχνη, που κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του θα μπορούσε να παρακολουθήσει εύκολα. Κεντρικό στην ιστορία είναι το αεροπορικό δυστύχημα του 1944, και η ταινία απεικονίζει την επιβίωσή του ως ένα γεγονός που μετέτρεψε το νεαρό άνδρα σε κάτι σα σαμάνο, μια αντίληψη η οποία ενισχύεται με κοντινά πλάνα στο έντονο χαμόγελό του. Αυτός ο ρόλος πυροδότησε μια γενιά νεαρών Γερμανών καλλιτεχνών τις δεκαετίς; του '60 και του '70, όταν η χώρα αναδυόταν από τα συντρίμμια του πολέμου, και μαθητές συγκεντρώνονταν γύρω από επαναστάτες που εναντιώνονταν σε ιδρύματα που ήταν μολυσμένα από ένα ναζιστικό παρελθόν.

Η περιφρόνηση του καλλιτεχνικού καθεστώτος επίσης τροφοδότησε την αίσθηση που έκανε ο Μπόυς.  Απολάμβανε να δημιουργεί έργα τα οποία ήταν πολύ μεγάλα για οποιοδήποτε μουσείο, όπως το έργο “7000 Βελανιδιές” στην Documenta 7 το 1982, το οποίο συμπεριελάμβανε τη μεταφορά ενός τεράστιου κομματιού βράχου σε ένα πάρκο στο  Κάσσελ για κάθε ένα από τα 7.000 δέντρα που φύτεψε. Ο Μπόυς επίσης τριγυρνούσε με ένα νεκρό λαγό, και αλειφόταν με λίπος σε κάποιες διοργανώσεις, απολαμβάνοντας το γκροτέσκο που μοιραζόταν με τον Γκύντερ Γκρας (Gunter Grass), έναν άλλο νέο βετεράνο του στρατού (και μέλος της Νεολαίας του Χίτλερ), που έγινε πολιτιστικός ηγέτης της μεταπολεμικής Γερμανίας. Όπως ο Γκρας, έτσι και ο Μπόυς μετέφερε την επαναστατική του εικόνα στη πολιτική, αλλά το χάρισμά του έφτασε έως εκεί. Το ντοκιμαντέρ δείχνει κάποιες από τις περίεργες θεωρίες του, τις οποίες απέρριψε το Πράσινο Κόμμα, στο οποίο ήταν ενεργός.

Ακόμη, ο Μπόυς φαίνεται να είχε κατανοήσει την ιδέα του branding πριν από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου τις τέχνης. Μιας και θεωρητικά τον τύλιξαν με τσόχα μετά από το ατύχημά του, εμφανιζόταν με τσόχινο καπέλο και χρησιμοποιούσε συχνά το υλικό στα έργα του. Συχνό μέσο έγιναν επίσης και οι στοίβες από λίπος, τις οποίες είπε ότι χρησιμοποίησαν οι Τάταροι για να τον κρατήσουν ζεστό. (Η ιστορία επιβίωσης του Μπόυς στον πόλεμο έχει έκτοτε καταρριφθεί.)

Δίνοντας έμφαση περισσότερο στο μύθο του Μπόυς παρά στην τέχνη του, η ταινία έχει μεγάλα κενά στην αναζήτηση και πλαισίωση της δουλειάς και της πολιτικής του. Τα τελευταία χρόνια του καλλιτέχνη επίσης δεν αναλύονται επαρκώς. Παρ' όλ' αυτά, το ντοκιμαντέρ είναι η πιο εκτενής επανεξέταση της τέχνης και της ζωής του Μπόυς για ένα ευρύ κοινό. Οπότε, θα παραμείνει η πιο χαρακτηριστική ταινία μέχρι κάποιος να φτιάξει μια καινούρια -αν και μια δραματική αναπαράσταση της ζωής του Μπόυς στη μεγάλη οθόνη δεν πρέπει να απορριφθεί.

Απόδοση: Χρόνης Μούγιος