Μια μεγάλη βιομηχανική αίθουσα στο Κάσελ γίνεται θέατρο για την documenta 14

Μια μεγάλη βιομηχανική αίθουσα στο Κάσελ γίνεται θέατρο για την documenta 14

Henschel-Hallen, Φωτογραφία: Mathias Volzke © documenta 14

Σε μια μεγάλη βιομηχανική αίθουσα στο Κάσελ, η οποία κάποτε ήταν ο κύριος χώρος παραγωγής των βαγονιών και αεροσκαφών Henschel, θα παρουσιαστούν τον ερχόμενο μήνα μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες περφόρμανς της documenta 14. Αυτό το αυτοσχέδιο θέατρο παράγει μια ηχώ που αντηχεί έντονα στις περφόρμανς, κάνοντάς το τον ιδανικό χώρο για την παρουσίασή τους.

Σε αυτό το πολυκαιρισμένο περιβάλλον με το μεταβιομηχανικό χαρακτήρα, η Phia Menard θα δημιουργήσει μια αρχιτεκτονική της μεταμόρφωσης, συνδέοντας το σώμα που επιτελεί με το σώμα του θεάτρου ως χώρο και οργανισμό σε διαρκεία μεταλλαγή. Η καλλιτέχνης λέει σχετικά με την περφόρμανς Immoral Tales – Part One: The Mother House που θα παρουσιαστεί 2, 4 και 7 Ιουλίου, 8:30-10 μ.μ.: «Ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, ήταν ένα από τα θύματα κατά τον βομβαρδισμό της Νάντης από τους Συμμάχους το 1943. Όταν κάποτε κατάλαβα ότι δεν θα πηγαίναμε να αφήσουμε λουλούδια στον τάφο του παππού, αλλά θα επισκεπτόμασταν έναν απρόσωπο μαζικό τάφο, συνειδητοποίησα πόσο αισχρές ήταν αυτές οι βόμβες. Ίσως τότε το μυαλό μου σκάλωσε στις λέξεις ?Σχέδιο Μάρσαλ?, το πρόγραμμα ανοικοδόμησης της Ευρώπης: οργανώνεις μαζική καταστροφή και μετά διαχειρίζεσαι την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων. Χτίσε ένα χωριό ?Μάρσαλ? από χαρτόνι ήδη κομμένο σε συγκεκριμένα μέτρα, ακριβώς όπως στήνουμε τις σειρές από σκηνές για τους πρόσφυγες. Όλα φαίνονται τέλεια, εκτός από εκείνο το σύννεφο, που μοιάζει να μεγαλώνει, να μαυρίζει. Ίσως ένας κεραυνός και καταιγίδα με χειμάρρους νερού! Το χωριό Μάρσαλ καταρρέει, γίνεται πολτός, μια κολλώδης μάζα όπου πνίγονται τα κορμιά...»

Κατόπιν, οι ήχοι του συνθέτη Γιάννη Χρήστου θα έρθουν σε διάλογο με αυτούς του συνθέτη John Cage, αγγίζοντας και δονώντας την πέτρα, το ατσάλι και το γυαλί που συνθέτουν το ηχητικό περιβάλλον της συναυλίας. Το έργο Αναπαράσταση III «Ο πιανίστας» αγγίζει έναν από τους πιο αρχέγονους και παγκόσμιους φόβους του ανθρώπου, την αδυναμία επικοινωνίας. Το έργο, όπου ένας πιανίστας (ηθοποιός) προσπαθεί να επικοινωνήσει ποικιλοτρόπως με το πιάνο, εκτυλίσσεται σε ένα αδιάκοπο συνεχές από ηλεκτρονικά νήματα ήχου που συνθέτουν το ψυχόδραμα. Θα παρουσιαστεί στις 5 Ιουλίου, 8-9 μ.μ., μαζί με το Four6 (1990) του John Cage, ιντερλούδιο στο οποίο θα είναι η Πράξη για 12 (1966), για την οποία είχε πει ο αείμνηστος συνθέτης: «Κάθε ζώσα τέχνη παράγει μια συνολική λογική η οποία συντίθεται από τη συλλογικότητα χαρακτηριστικών δράσεων. Όποτε μια δράση εκτελείται σκόπιμα προκειμένου να εναρμονίζεται με την τρέχουσα καθολική λογική που χαρακτηρίζει την τέχνη αυτή η δράση είναι μια ?πράξη?, δηλαδή μια σκόπιμη και χαρακτηριστική δράση. Όμως όποτε μια δράση εκτελείται σκόπιμα προκειμένου να υπερβεί την τρέχουσα καθολική λογική που χαρακτηρίζει την τέχνη αυτή η δράση είναι μια ?μετάπραξη?, μια σκόπιμα μη χαρακτηριστική δράση: μια ?μετα-δράση?. [...] Για παράδειγμα, ένας μαέστρος διευθύνει την ορχήστρα στη διάρκεια μιας συναυλίας, και αυτό είναι πράξη, αλλά αν απαιτηθεί επίσης να βηματίσει, να φωνάξει ή να εκτελέσει οποιαδήποτε άλλη δράση που δεν συνδέεται αυστηρά με τη διεύθυνση ορχήστρας, αυτό θα μπορούσε να είναι μετάπραξη. [...] Η μετάπραξη είναι ενδόρρηξη, μια ένταση κάτω από την επιφάνεια ενός και μόνο μέσου η οποία απειλεί το νοηματικό φράγμα αυτού του μέσου. [...] Μια παραβίαση εντός μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων»

Η Αλεξάνδρα Μπαχτσετζή θα αντιπαραθέσει στην περφόρμανς Private Song (Ιδιωτικό τραγούδι, 2017), την οποία θα παρουσιάσει 10-13 Ιουλίου, 10-11 μ.μ., την οικειότητα της θεατρικής σκηνής με τη δίνη του θεάτρου σε μια περφόρμανς που αντλεί από τα περίπλοκα πρότυπα αρρενωπότητας-θηλυκότητας και εκτοπισμού-ανήκειν στο πλαίσιο του ρεμπέτικου και της χορογραφίας. Το έργο προτείνει την πλαισίωση ως οπτική στρατηγική για να αμφισβητήσει, να υπογραμμίσει ή να εξουδετερώσει τη σχέση του θεατή με τα κινούμενα σώματα στη σκηνή. Τα δημοφιλή ρεμπέτικα των δεκαετιών του 1940 και του 1950 των Γιάννη Παπαϊωάννου, Βασίλη Τσιτσάνη και Γιώργου Μητσάκη παρουσιάζονται μέσα στο έργο όχι ως αφηγηματικά μοτίβα, αλλά ως ένα μέσο αντιπαραβολής των μοναδικών φωνών και κωδικοποιημένων χειρονομιών που προέρχονται από τον ανατολίτικο και τον σύγχρονο χορό, καθώς και από την πάλη, τα έμφυλα πρότυπα του Χόλιγουντ και την εικαστική ιστορία των απεικονίσεων του έρωτα και της μάχης. Αυτές οι πράξεις επαναπλαισίωσης παράγουν μια φαντασματική σκηνοθεσία η οποία λειτουργεί ως μέσο για τη μετάδοση της αντίληψης και του συναισθήματος που τελικά μεταμορφώνει τη θέση του θεατή.

Τέλος, η Kettly Noel με την περφόρμανς Errance (2004/2017) στις 19-20 Ιουλίου, 8-8:35 μ.μ., θα προτείνει μια περιήγηση, ένα detournement, που χαρακτηρίζεται από βουντού και τελετουργικά τα οποία επικεντρώνει στο ίδιο της το σώμα στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνάς της σχετικά με τη μεταμόρφωση των κακοποιημένων ατόμων και των κοινωνιών εν γένει. Ίχνη, ή κομμάτια, από μετέωρες, ανεμπόδιστες χειρονομίες – αιχμάλωτοι ενός σώματος που λαχταρά να εκφράσει τα φύλα και τις όψεις αυτού του «αλλού» που απηχεί η περφόρμερ. Η ένταση, η έκπληξη, ο τρόμος και η χαρά που διακρίνονται στο πρόσωπό της δημιουργούν έναν εσωτερικό κόσμο ο οποίος μας απορροφά. Μας είναι αδύνατο να απεγκλωβιστούμε: είμαστε αιχμάλωτοι – παγιδευμένοι, εγκλωβισμένοι στο παιχνίδι. Κάθε κίνηση ενέχει αμφισημία. Ένα χάδι μπορεί να γίνει χαστούκι, ένα βήμα μπορεί να γίνει σκάλωμα ή πτώση, η επιθυμία μπορεί να γίνει υποταγή. Το ρούχο της μπορεί να γίνει φόρεμα, σάβανο, ζουρλομανδύας... Θολώνοντας τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος, παιδιού και ενήλικα, άντρα και γυναίκας, η περφόρμερ απορρίπτει τον διαχωρισμό. Ωθούμενη στα όρια από αυτές τις διαφορετικές καταστάσεις καθυποταγής, τις καταστάσεις βίας, επιζητά να ελευθερώσει τη δύναμη που θα μπορούσε να κυριαρχήσει επί των πάντων.

Καθώς αυτά τα έργα περνάνε από τον εγκαταλειμμένο εργοστασιακό χώρο, η σιωπή μπορεί ξανά να επιστρέψει σε ένα μέρος που έχει γεμίσει ηχητικές, σωματικές και οπτικές δονήσεις.