Δεν είναι πάντοτε εύκολο να είσαι το καλύτερο μουσείο μαγείας στην Ισλανδία

Δεν είναι πάντοτε εύκολο να είσαι το καλύτερο μουσείο μαγείας στην Ισλανδία

Του Eric Grundhauser

Κρυμμένο σε ένα μικρό, χαμηλού προφίλ κτήριο στην πόλη Χόλμαβικ (Holmavik), στα Δυτικά Φιόρδ της Ισλανδίας, βρίσκεται ένα μουσείο στο οποίο υπάρχουν ορισμένες πραγματικά σκληρές παρουσιάσεις της μαγείας του 17ου αιώνα. Υπάρχουν παντελόνια φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα, τα οποία λέγεται ότι δίνουν σε αυτόν που τα φοράει απεριόριστο πλούτο, μπορείς να δεις ράβδους που ήταν μαγικά σιγίλια, τα οποία λεγόταν ότι προσέφεραν δυνάμεις, από την ικανότητα να δεις φαντάσματα έως το να κάνεις κάποιον να ερωτευτεί, αλλά και περίεργα δικέφαλα πλάσματα με τη μορφή φιδιού που γεννιούνται για να κλέβουν γάλα κατσίκας.

Παρόλο που όλη αυτή η απόκρυφη παραξενιά μπορεί να ειδωθεί ως κάτι λίγο παραπάνω από μια ανορθόδοξη συλλογή με περίεργα αντικείμενα, τόσο για τον επιμελητή του Museum of Icelandic Sorcery and Witchcraft, όσο και για την ίδια την πόλη του Χόλμαβικ, οι εκθέσεις εδώ αποτελούν μια σημαντική υπενθύμιση μιας πιο σκοτεινής περιόδου της τοπικής ιστορίας. Α, επίσης είναι πολύ αποτελεσματικές στο να προσελκύουν τουριστικά δολλάρια των τουριστών.

Το μουσείο ιδρύθηκε το 2000 από μια ομάδα ντόπιων, με σκοπό να φέρουν τουρισμό στην περιοχή, με επικεφαλή το διαβολικό Sigur?ur “Siggi” Atlason. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, η Ισλανδία βίωσε αυτό που ο Atlason αποκαλεί “κυνήγι μαγισσών”, όχι πολύ διαφορετικό από τη δίωξη στην πρώιμη Αμερική των αποκαλούμενων μαγισσών στο Σάλεμ. Παρόλο που υπήρχαν παραδείγματα υποτιθέμενων μάγων που τους κυνηγούσαν σε όλη την Ισλανδία, οι περισσότερες υποθέσεις που έχουν καταγραφεί προέρχονταν από τα Δυτικά Φιόρδ. Από τότε, όλη η περιοχή έχει διατηρήσει την ατμόσφαιρα ενός μέρους βουτηγμένου στη μαγεία και τους λαϊκούς μύθους.

“Είναι το τοπίο, είναι η ιστορία, είναι οι ιστορίες από την περιοχή”, λέει ο Atlason. “Άνθρωποι από άλλα μέρη της χώρας πάντοτε πίστευαν ότι οι άνθρωποι εδώ στο Στραντίρ, που είναι η ανατολική ακτή των Δυτικών Φιόρδ, έχουν γνώσεις αποκρυφισμού. (Οι άνθρωποι σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές) υποτίθεται ότι είναι περίεργοι, και ότι έχουν κάποιου είδους γνώση που δεν έχει κανένας άλλος.”

Ως ένας τρόπος για να αγκαλιάσουν αυτήν την τοπική ιστορία και να τονίσουν μια υποβλητική πτυχή του ισλανδικού πολιτισμού, η ομάδα κατέληξε στην ιδέα ενός μουσείου μαγείας. Η ιδέα έφερε τους δημιουργούς του μουσείου αντιμέτωπους με κάποιες μοναδικές προκλήσεις. Αρχικά, το να επικεντρωθούν στις τελετουργίες και στη μαγεία των μάγων της Ισλανδίας του 17ου αιώνα σήμαινε ότι έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να δημιουργήσουν μια έκθεση μυστικιστικών αντικειμένων, από τα οποία δεν έχουν απομείνει παραδείγματα. Τους πήρε πάνω από δύο χρόνια να μελετήσουν χρονικά, γριμόρια, βιβλία ιερέων, και δικαστικά χαρτιά από εκείνη την εποχή, για να φτιάξουν μια συλλογή με τις πιο περίεργες και αλλόκοτες πρακτικές που μπορούσαν να βρουν.

“Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να είναι κάτι τελείως διαφορετικό”, λέει ο Atlason. “Αυτό το μικρό μουσείο θα μπορούσε να ήταν ένα κέντρο ερευνών για φάλαινες ή για την παρατήρηση φαλαινών ή για περιπατητικά μονοπάτια ή για το οτιδήποτε, αλλά οι δεκάδες (ντόπιων) που αναμείχθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και εμού, έχουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, ειδικά για τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες.”

Για να φέρουν ξανά στη ζωή αυτές τις τελετουργίες και τα σύμβολά αιώνων, οι συντελεστές προσέλαβαν μια ομάδα σχεδιαστών με εμπειρία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Δουλεύοντας από ιστορικές περιγραφές, κατάφεραν να αναδημιουργήσουν σκληρά θεάματα, όπως παντελόνια φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα (η σαρκική διαύγεια και οι ρεαλιστικές τρίχες είναι ακόμα πιο αποκρουστικά από κοντά), και έναν απέθαντο σκελετό να βγαίνει από το τσιμεντένιο πάτωμα (μια τελετουργία για τη δημιουργία ζόμπι είναι άλλη μία από τις ατραξιόν του μουσείου).

Ακόμα και με τα λογιστικά του χώρου να έχουν ξεκαθαριστεί, κάποιοι άνθρωποι στην περιοχή δεν ήταν ακριβώς ενθουσιασμένοι με την ιδέα ενός μουσείου μαγείας. Επιπρόσθετα σε μια αρνητική ανταπόκριση από κάποιους συντηρητικούς Χριστιανούς αντιπάλους, πολλοί ντόπιοι από τις μικρές κοινότητες γύρω από τα Δυτικά Φιόρδ ακόμη νιώθουν τον πόνο που προκάλεσε το κυνήγι των μαγισσών στους προγόνους τους εκατοντάδες χρόνια πριν. “Μιλάμε για οικογένεια και φίλους, και γι' αυτό, υπήρχαν άνθρωποι στην περιοχή που πραγματικά δυσανασχετούσαν με την ιδέα”, λέει ο Atlason. “Έπρεπε να κάνουμε κάποιες συνεντεύξεις στο ραδιόφωνο και να αντιμετωπίσουμε κάποιους πολύ αυστηρούς συντηρητικούς. Και χάσαμε σε όλες τις λογομαχίες, γιατί δε θες να αρχίσεις να γίνεσαι παράλογος και να αρχίσεις να λες χαζά πράγματα.” Παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις, όταν το μουσείο τελικά άνοιξε, ο Atlason λέει ότι οι αντίπαλοί του συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν ούτε βλάσφημο ούτε προσβλητικό για τη μνήμη αυτών που πέθαναν κατά τη διάρκεια του κυνηγιού των μαγισσών. Το μουσείο έγινε μεγάλη επιτυχία.

Πέντε χρόνια αργότερα, κατάφεραν να επεκταθούν και σε μια δεύτερη τοποθεσία στα Δυτικά Φιόρδ, με το όνομα “Η Καλύβα του Μάγου”. Ο Atlason θα ήθελε να ανοίξει μια τρίτη έκθεση σε ακόμη μία πόλη της περιοχής, τονίζοντας την ανάγκη να προσελκύσουν τουρίστες σε γειτονικές μικρές πόλεις. “Αυτό το έργο είναι για την ενίσχυση του τουρισμού. Όχι μόνο στο Χόλμαβικ. Το Χόλμαβικ είναι τμήμα της περιοχής, και η ακτή έχει αρκετά μεγάλο μήκος. Και γι' αυτό δε χτίσαμε ένα μόνο μεγάλο μουσείο εδώ στο Χόλμαβικ.”

Σήμερα, το Museum of Icelandic Sorcery and Witchcraft προσελκύει τακτικά τα πλήθη στο Χόλμαβικ, που έρχεται να δει τα νεκροπαντέλονα ή το “Αόρατο Αγόρι”. Αλλά παρά τη δημοτικότητα των πιο εντυπωσιακών πτυχών του μουσείου, ο Atlason ακόμα το βλέπει ως μία υπενθύμιση των σκληρών μαθημάτων του παρελθόντος του κυνηγιού των μαγισσών.

Αυτές τις μέρες, οι επισκέπτες του μουσείου που θα τύχει να ακούσουν μια από τις ομιλίες του Atlason, μπορεί να τον ακούσουν να συγκρίνει το “κυνήγι των μαγισσών” του 17ου αιώνα στην Ισλανδία με τη μοντέρνα άνοδο της ισλαμοφοβίας. Δεν αποφεύγει να αναφέρει ότι πολλά από τα μαγικά αντικείμενα που εκτίθενται, και η βία που τα συνόδευε, ήταν μια άμεση αντίδραση στο περίπλοκο ταξικό και εξουσιαστικό σύστημα της Ισλανδίας του 17ου αιώνα. Βλέπει την ίδια κινδυνολογία και τον ίδιο κοινωνικό έλεγχο να εφαρμόζονται και σήμερα. “Πρέπει απλώς να έχουμε περισσότερη λογική, γιατί αυτό συμβαίνει τώρα. Το ίδιο πράγμα. Είναι ένα είδος κυνηγιού μαγισσών, ένα κυνήγι μαγισσών ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους. Είναι θλιβερό, γιατί το έχουμε δει τόσες πολλές φορές. Πάντοτε μιλάμε για το ίδιο πράγμα.”

 

Πηγή: atlasobscura.com

Απόδοση: Χρόνης Μούγιος