Θέματα αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε εχθές στη Βουλή εγείρει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος.
Μιλώντας στον Αθήνα 9.84, ο κ. Χρυσόγονος δήλωσε πως δεν συμμετείχε σε κανένα διάλογο για τα μέτρα που ψηφίστηκαν, δεν είχε καν το νομοσχέδιο σε γραπτή μορφή, ούτε ρωτήθηκε για κάποιο σχετικό ζήτημα συνταγματικότητας ή οτιδήποτε άλλο.
«Το κατέβασα από το διαδίκτυο χτες το απόγευμα, χωρίς φυσικά να μπορέσω να διαβάσω τόσες σελίδες», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά τη συνταγματικότητα των μέτρων, είπε ότι «το άρθρο 78 του Συντάγματος απαγορεύει νομοθετική εξουσιοδότηση μεταξύ άλλων και σε ζητήματα επιβολής φόρων και ειδικότερα καθορισμού του φορολογικού συντελεστή. Τώρα, κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο περιβόητος κόφτης δαπανών συνιστά επιβολή ουσιαστικά φόρου και να εξομοιωθεί με κάτι τέτοιο, είναι κάτι που θέλει μελέτη. Δεν μπορώ να πω κάτι επιστημονικά σοβαρό, χωρίς να έχω μελετήσει».
Παράλληλα, εξέφρασε τις ελπίδες του για μια ρύθμιση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου. «Ευελπιστώ ότι θα υπάρξει κάποια ρύθμιση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου, όχι όμως ότι θα είναι οριστική ή ότι θα βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων», δήλωσε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
«Θα εκπλαγώ ευχάριστα, εάν τυχόν πάρουμε τώρα μια πραγματική λύση για το πρόβλημα της υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου. Ευελπιστώ ότι θα υπάρξει κάποια ρύθμιση. Δεν ευελπιστώ ότι αυτή η ρύθμιση θα είναι οριστική ή ότι θα βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων. Το ύψος των περιστάσεων είναι να έχουμε μια τέτοια αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, ώστε με το τέλος του τρέχοντος προγράμματος -στα τέλη του 2018, αρχές του 2019 ή και λίγος νωρίτερα-, σταδιακά, να μπορέσουμε να ξαναβγούμε στις κεφαλαιαγορές και να δανειστούμε από τις κεφαλαιαγορές με λογικά επιτόκια και τέτοια θα ήταν αυτά περίπου που πληρώνει η Ισπανία, για παράδειγμα. Γύρω στο 1,5% επιτόκιο. Αυτή τη στιγμή, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που κυκλοφορούν στη δευτερογενή αγορά έχουν επιτόκια κυμαινόμενα σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Πρέπει, λοιπόν, σταδιακά, να γίνει και να υποβοηθηθεί αυτό με κάποιον τρόπο. Για παράδειγμα, τα κέρδη που έχει η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα να διατεθούν για επαναγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, έτσι ώστε να ανεβάσουμε τις τιμές τους, να ρίξουμε τις αποδόσεις, για να πλησιάσουμε σταδιακά τον στόχο. Το πρώτο στοίχημα που έχει η χώρα είναι να μπορέσει, από το 2019 και μετά, να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες -μειωμένες βεβαίως, γι' αυτό λέω ότι χρειάζεται και γενναία αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους-, από τις κεφαλαιαγορές. Αν δεν το καταφέρουμε και χρειαστεί το 2019 ή τέλη του 2018 να ξαναπάμε στα άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, με το χέρι ανοιχτό, “φέρτε κι άλλα διακρατικά δανεικά”, με το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται σήμερα στην Ευρώπη, δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα μας τα δώσουν. Φοβάμαι ότι θα προτιμούσαν να μας οδηγήσουν σε χρεοκοπία, ενδεχομένως με συνέπειες που θα είναι άκρως δυσάρεστες, από πολλές απόψεις».