Την έντονη αντίδραση της Τουρκίας προκάλεσαν τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής για την γείτονα χώρα, με το Υπουργείο Εξωτερικών να κατηγορεί τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι έλαβα τις αποφάσεις τους βάσει «στενόμυαλων και ιδιοτελών συμφερόντων ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ» και να υποστηρίζει πως δεν λήφθηκαν υπόψη οι «μονομερείς ενέργειες της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης».
«Αυτές οι αποφάσεις, δεν συμβάλλουν στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ και δεν εξυπηρετούν τα γενικά συμφέροντα της Ευρώπης, ούτε μας φέρνουν πιο κοντά στο στόχο της δημιουργίας μιας θετικής και εποικοδομητικής ατζέντας. Με έκπληξη βλέπουμε ότι η ΕΕ ενεργεί κατά τη λήψη αυτών των αποφάσεων ως ομάδα συμφερόντων που βασίζεται σε παζάρια κι όχι σε αρχές και αξίες» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εν συνεχεία υποστηρίζει ότι «τα δε μέρη των προαναφερθέντων ψηφισμάτων για την ανατολική Μεσόγειο και το Κυπριακό είναι επίσης αποφάσεις που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, μονόπλευρες, ασυνεπείς και υιοθετούν τη μαξιμαλιστική στάση του ελληνο-ελληνοκυπριακού διδύμου» και πως αγνοούνται και πάλι οι Τουρκοκύπριοι.
«Οι μονομερές ενέργειες της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης, που έχουν κλιμακώσει την ένταση στην ανατολική Μεσόγειο και εν τέλει τις αναζωπυρώνουν. Όσο συνεχίζεται αυτή η στάση της ΕΕ, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εποικοδομητική συμβολή στο Κυπριακό», διαμηνύει και καλεί την ΕΕ «να δει ξανά τις πραγματικότητες στο νησί και να τερματίσει την πολιτική της να αγνοεί τους Τουρκοκύπριους και τα κατοχυρωμένα δικαιώματά τους».
Στην ανακοίνωσή το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών υποστηρίζει ακόμα ότι «η ΕΕ προσεγγίζει τη διεύρυνση στο πλαίσιο της αλληλεγγύης ως προς την ένταξη και όχι από στρατηγική προοπτική» και πως όσον αφορά τη διερεύνηση «αγνοεί η παραποιεί το γεγονός ότι η χώρα μας διεξάγει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και τη σημασία της χώρας μας τόσο για την ΕΕ όσο και για την περιφερειακή ειρήνη, σταθερότητα και ευημερία».
Τέλος, σημειώνει ότι η Τουρκία έχει τη βούληση να αναπτύξει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω μιας συγκεκριμένης και θετικής ατζέντας βασισμένης στην προοπτική ένταξης, αλλά αυτές, όπως τονίζει, «δεν μπορεί να είναι αποκομμένες από την πραγματικότητα που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της ιδεολογικής και ενταξιακής αλληλεγγύης» και καλεί την ΕΕ «να εγκαταλείψει αυτή τη στρατηγική τύφλωση».