Επίθεση στα ΜΜΕ εξαπολύει το υπουργείο Εσωτερικών με αφορμή δημοσιεύματα περί άρνησης των υπουργείων να περικόψουςν τις δαπάνες τους και να ενισχυθούν κοινωνικά και οικογενειακά επιδόματα. Όπως αναφέρει το υπουργείο, η εικόνα που έχει μεταφερθεί περί ενδοκυβερνητικών διαφωνιών είναι «πλαστή» και ειδικά όσον αφορά το υπουργείο Εσωτερικών, οποιαδήποτε μείωση θα επηρεάσει άμεσα τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και το κοινωνικό έργο που προσφέρουν.
«Πρόσφατα δημοσιεύματα και αναφορές Μέσων ενημέρωσης, καθοδηγούμενων από γνωστά κέντρα, επιδιώκουν για μία ακόμη φορά να καλλιεργήσουν μια πλαστή εικόνα ενδοκυβερνητικών διαφωνιών, προσεγγίζοντας τη συζήτηση για τα πραγματικά περιθώρια ανακατανομής και εξορθολογισμού των δαπανών που εντάσσονται στους προϋπολογισμούς των υπουργείων, με συνεχόμενα ψεύδη, ανακρίβειες και αβάσιμους υπαινιγμούς. Θέτοντας τεχνητά διλήμματα στο δημόσιο διάλογο, προσπαθούν να αποδομήσουν πολιτικές και πολιτικά πρόσωπα, υποκαθιστώντας τη δημοσιογραφική κριτική με την άσκηση πολεμικής χωρίς αρχές και χωρίς αναστολές.
Αναφορικά με το Υπουργείο Εσωτερικών, στο οποίο αποδίδεται άρνηση να περικόψει σπατάλες για να ενισχυθούν οικογενειακά επιδόματα, ο δημοσιογραφικός «οίστρος» ξεπέρασε σε επιδόσεις τα φθηνά μελοδράματα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου» τονίζεται στην ανακοίνωση.
«Οι δαπάνες του Υπουργείου Εσωτερικών είναι συγκεκριμένες και προφανώς κανένας πολίτης δεν πιστεύει ότι - ακούστηκε κι αυτό - από την περαιτέρω περικοπή των δαπανών για εκτυπωτικό χαρτί θα προκύψει ικανό όφελος για μια ουσιαστική διεύρυνση της άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Ένα από τα κύρια έργα του Υπουργείου Εσωτερικών είναι η υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κι εκεί εντοπίζονται μεγάλα τμήματα του ετήσιου προϋπολογισμού του. Οποιαδήποτε συζήτηση μείωσης ή και αύξησης του ετήσιου προϋπολογισμού αφορά άμεσα στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι στηρίζουν καταλυτικά τη λειτουργία του κράτους και παρέχουν ένα αναντικατάστατο έργο στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης, έχοντας υποστεί απώλεια εσόδων κατά 65% από το 2010 και έπειτα. Κι αυτό δεν αναιρείται από ψευτοδιλήμματα του τύπου «υπουργοί δεν δέχονται να περικόψουν σπατάλες στερώντας την αύξηση του επιδόματος για το δεύτερο παιδί». Κάθε περικοπή της ενίσχυσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει επίδραση στις υπηρεσίες προς τους δημότες και ένα μεγάλο μέρος αυτών των υπηρεσιών ξεκινά από το κοινωνικό φαρμακείο και το παντοπωλείο ή την παροχή τροφίμων για να φτάσει σε καθιερωμένες δομές που ασκούν κοινωνικό έργο εξυπηρετώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους».
Ενδεικτικά το υπουργείο αναφέρει τις εξής δαπάνες των ΟΤΑ:
Μισθοδοσία ΟΤΑ Α' και Β' Βαθμού: 1,792 δισ. ευρώ
Προνοιακά επιδόματα: 670 εκατ. ευρώ
Συντηρήσεις Παγίων Αγαθών, ενοίκια, ΔΕΚΟ: 555 εκατ. ευρώ
Επιχορήγηση Δημοτικών ΝΠΔΔ: 236 εκατ. ευρώ
Μεταφορά μαθητών: 112 εκατ. ευρώ
Σχολικές Επιτροπές: 109 εκατ. ευρώ
Πολιτιστικές εκδηλώσεις: 4,878 εκατ. ευρώ
Συσσίτια: 8,644 εκατ. ευρώ
Αθλητικές εκδηλώσεις: 735.000 ευρώ
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: 234 εκατ. ευρώ
«Υπό αυτή την έννοια ένα κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν εντάσσεται στις «σπατάλες» η στήριξη της λειτουργίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως εξάλλου ορίζει η νομοθεσία; Είναι «σπατάλη» η υποστήριξη προγραμμάτων όπως το «Βοήθεια στο Σπίτι», τα ΚΗΦΗ, τα ΚΔΑΠ, οι παιδικοί σταθμοί και όλες οι κοινωνικές τους υπηρεσίες; Είναι «περιττό» έξοδο τα προνοιακά επιδόματα ή η χρηματοδότηση για τα σχολεία ή μήπως κρίνονται υπέρογκες οι δαπάνες για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις ώστε να καταργηθούν;» διερωτάται το υπουργείο.
Και συνεχίζει: «Είναι φανερό ότι υπό αυτό το πρίσμα, η δημόσια συζήτηση για το τι μπορεί και πρέπει να περικοπεί, για το ποια δαπάνη κρίνεται σκόπιμη και ποια όχι, για το τι σημαίνει «σπατάλη» ύστερα από πολλά χρόνια περιορισμού δαπανών ακόμη και σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι αυτός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν μπορεί να έχει τον «σκανδαλοθηρικό» χαρακτήρα που της δίνεται από ορισμένους. Ωστόσο, οι πρωτεργάτες αυτής της δημοσιογραφικής πρακτικής δεν αναμένεται να καμφθεί από οποιαδήποτε νηφάλια και σοβαρή προσέγγιση του θέματος.
Είναι οι ίδιοι που κατηγορούσαν την πολιτική ηγεσία του υπουργείου για την νομοθετική διάταξη επέκτασης της χορήγησης των Μέσων Ατομικής Προστασίας στους συμβασιούχους της καθαριότητας των δήμων. Μια ρύθμιση, η αναγκαιότητα της οποίας επικαιροποιήθηκε λόγω των τραγικών περιστατικών των τελευταίων εβδομάδων.
Είναι αυτοί που αντέκρουσαν τη θέσπιση της δυνητικής παροχής κινήτρων από ΟΤΑ για γιατρούς και νοσηλευτές σε απομακρυσμένες περιοχές.
Είναι οι ίδιοι, αυτόκλητοι «δικαστές και εκτελεστές», που αντιμετωπίζουν τον Δημόσιο Τομέα ως «αθεράπευτη πληγή» και επιδοκιμάζουν την επαναφορά του 5 – 1 στη σχέση αποχωρήσεων- προσλήψεων.
Αυτοί, τέλος, που θέλουν να μεταφερθούν στον ιδιωτικό τομέα οι υπηρεσίες καθαριότητας των δήμων, «τραυματίζοντας» τον κοινωνικό ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης».
Φωτογραφία αρχείου SOOC