Οι Φούρνοι Κορσεών αποκαλούνται νησί των πειρατών, αλλά στην πράξη αποδεικνύονται νησί των αιωνόβιων. Εκεί, μια παρέα εννέα ηλικιωμένων κατοίκων, με ηλικία από 80 έως και 106 ετών, διηγούνται το μυστικό της μακροζωίας τους, που έχει άμεση σχέση με τα τοπικά εδώδιμα κι εποχιακά προϊόντα των Φούρνων.
Κοινός παρονομαστής στη διατροφή όλων, τα φραγκόσυκα, το τοπικό φρούτο που υπάρχει παντού και που, σύμφωνα με τους διαιτολόγους, είναι η απόλυτη βόμβα αντιοξειδωτικής βιταμίνης C. Φαίνεται -εκ του αποτελέσματος- ότι ο καθαρός αέρας του Ικάριου πελάγους, τα ζουμερά φραγκόσυκα, που τρώγονται παγωμένα (και ξεφλουδισμένα), το φρέσκο ψάρι, το τοπικό θαυματουργό μέλι του νησιού (θυμαρίσιο και από φασκόμηλο), τα αφεψήματα από τα τοπικά βοτάνια, τα μυρωδικά σαν το θρούμπι που συνοδεύουν τα φαγητά και το περπάτημα στα πλακόστρωτα σοκάκια του νησιού συνθέτουν τη συνταγή της μακροζωΐας των κατοίκων του νησιού. Οι οποίοι όχι απλώς φτάνουν και ξεπερνούν τον ένα αιώνα ζωής, αλλά επιπλέον διατηρούν πολύ πιο νεανική όψη από την πραγματική τους ηλικία, δείχνοντας τουλάχιστον 20 χρόνια νεότεροι ο καθένας. Επιπλέον, να τονίσουμε πως είναι όλοι τους εμβολιασμένοι έναντι του κορονοϊού.
Ασημίνα, η μακροβιότερη κάτοικος, 106 ετών με την κόρη της Μαρία 82 ετών
Πρωταγωνίστρια της μακροζωίας των Φούρνων Κορσεών, είναι η αειθαλής γιαγιά Ασημίνα που προχωρά (χωρίς μπαστούνι) προς τα 106 χρόνια ζωής. Ήταν για πολλές δεκαετίες η καλύτερη μοδίστρα του νησιού και δίπλα της μαθήτευσαν η κόρη της Μαρία και πολλά κορίτσια των Φούρνων που σήμερα έχουν κι αυτές εγγόνια. Η γιαγιά Ασημίνα εξακολουθεί να περνά την κλωστή στη βελόνα, χωρίς να φορά γυαλιά και δεν παίρνει κανένα φάρμακο. Έχοντας ζήσει μια δύσκολη ζωή, χήρα από πολύ νεαρή ηλικία μέσα στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθεί να βλέπει στα όνειρά της τον άνδρα της τον Ματθαίο, που υπεραγαπούσε και να του λέει: «Θα έρθω να σε βρω, αλλά όχι ακόμα!»
Το σπίτι της, εμβληματικό οίκημα των Φούρνων φωτίζεται το βράδυ με ένα γαλάζιο φως, με τις μουριές και τις λεμονιές να ρίχνουν σκιά όλη μέρα στη βεράντα. Αν το περίφημο φως που έβλεπε στην αντίπερα όχθη της λίμνης ο (Υπέροχος) Γκάτσμπι στο μυθιστόρημα του Σκοτ Φιτζέραλντ συμβόλιζε την ευτυχία, ο γαλάζιος φωτισμός στη βεράντα της Ασημίνας συμβολίζει σίγουρα την μακροζωΐα. Κάθε φορά που τη συναντώ να πιούμε σπιτική λεμονάδα (από τα χεράκια της), με αποχαιρετά με την ευχή: «Κόρη μου τα χρόνια μου να σου χαρίσω να τα ζήσεις». Από κοντά και η Μαρία η 82χρονη κόρη της κι εκείνη διάσημη μοδίστρα στο Ικάριο, που καλά-καλά δεν φαίνεται 60 ετών όταν φορά το ψάθινο καπέλο, α λα Σοφία Λόρεν για να κάνει βόλτα στο νησί.
Παντελής, 101 ετών, ήρωας πολέμου
Λίγα μέτρα πιο κάτω στο σπίτι με τον ψηλό φοίνικα στην αυλή, ο αδελφός της Ασημίνας ο 101 ετών Παντελής έχει κι εκείνος μια συναρπαστική ιστορία να διηγηθεί. Ήρωας του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, έχει επιβιώσει από 2-3 ναυάγια, έχει υπηρετήσει στο υποβρύχιο Παπανικολής και έχει σώσει Βρετανούς και Ιταλούς στρατιώτες στο τέλος του πολέμου, ψαρεύοντάς τους -στην κυριολεξία- με τα χέρια του μέσα από τα μανιασμένα κύματα.
Ο Παντελής έγινε τοπικός ζωντανός θρύλος όταν το 1942 κατέβασε μονάχος του με μια βάρκα με κουπιά γυναικόπαιδα από τους Φούρνους στην Κύπρο για να τα σώσει από τους Ναζί. Τράβαγε κουπί για 15 μέρες στο Αιγαίο και όταν τον ρώτησα τι καιρό είχε με κοίταξε με το γερό γαλάζιο μάτι του, με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα από το οποίο δεν του ξεφεύγει τίποτα και μου απάντησε: «Είχε 15 μέρες μπουνάτσα, λες και ο Θεός κρατούσε με τα χέρια του τους ανέμους για να μη μας πνίξει». Όταν τον ρώτησα αν τον φόβισε η πανδημία εκείνος με ένα χαμόγελο μου απάντησε: «Εσύ τι λες, μετά από όσα έζησα, να με φοβίσει ένας κορονοϊός;» Ακόμα ηχεί η απάντηση του στα αυτιά μου, μαζί με το γέλιο του.
Παρθένιος, Αλέκος και Χαράλαμπος τρία ακούραστα παλικάρια 90 ετών
Στρίβοντας δεξιά από το σπίτι του Παντελή, βγαίνει κανείς στο κεντρικό σοκάκι και συναντά τον 90χρονο Παρθένιο, στα σκαλιά του σούπερ-μάρκετ. Ξυρισμένος, με ροδαλά αρυτίδωτα μάγουλα δείχνει μετά βίας 70 ετών και παραμένει ερωτευμένος με τη γυναίκα του μετά από 6 δεκαετίες έγγαμου βίου. Αν και συνταξιούχος, δεν μπορεί να καθίσει σπίτι του, «με φαντάζεσαι να κάθομαι και να κοιτάω το ταβάνι», με ρωτά και βάζει τα γέλια.
Μαζί του στα σκαλιά του σούπερ-μάρκετ ο συνομήλικός του Αλέκος, με το χαριτωμένο μπερέ πάντα στο κεφάλι, ενώ συχνά - πυκνά τους κάνει παρέα και επίσης 90χρονος Χαράλαμπος, με παρουσιαστικό που δεν θυμίζει άνθρωπο μεγαλύτερο από 75 ετών. Οι τρεις τους μαθαίνουν ό,τι γίνεται στο νησί και μπορούν να σε πληροφορήσουν για όλα, ενώ με την πρώτη ευκαιρία βγάζουν selfies με τους τουρίστες.
Μαρία και Χρυσούλα οι 85χρονες αδελφές
Λίγα μέτρα πιο κάτω στο κεντρικό σοκάκι με τις μουριές, στο πεζούλι του σπιτιού τους οι δύο αδελφές, η Μαρία και η Χρυσούλα καθαρίζουν φραγκόσυκα και κερνούν τους περαστικούς. Κάθε βράδυ βγαίνουν βόλτα αγκαζέ στο κεντρικό σοκάκι και στον γιαλό και στα τοπικά πανηγύρια πηγαίνουν πρώτες και φεύγουν με του τελευταίους. Και φυσικά, χορεύουν τον Ικαριώτικο! Το χιούμορ τους σπάει κόκκαλα, με τη Χρυσούλα να αναζητά το πορτοφολάκι της κι όταν το βρίσκει σε μια ταβέρνα, να ρωτά γιατί δεν της έβαλαν το κατιτίς μέσα και το παίρνει άδειο, όπως το' χασε. Η ζεν αντιμετώπιση της ζωής από τις δύο αδελφές δείχνει σε εμάς τους μονίμους αγχωμένους κατοίκους των μεγαλουπόλεων πόσο λάθος πήραμε τη ζωή μας.
Ελένη, μια φιλόσοφος 93 ετών
Αφήνω πίσω μου τις δύο υπέροχες μεγαλοκοπέλες και παίρνω το πλακόστρωτο μονοπάτι για το Καμπί, περνώντας μπροστά από το σπίτι της 93χρονης Ελένης. Με καταγωγή από το Αϊβαλί και ιδιαίτερη πατρίδα τη Λέσβο, η Ελένη έχει ζήσει μισό αιώνα στους Φούρνους και έχει το κέφι και την πνευματική διαύγεια ενός 20χρονου κοριτσιού.
Την ώρα που δύο τουρκικά μαχητικά παραβιάζουν τον εναέριο χώρο της πατρίδας μας, πετώντας στην κυριολεξία πάνω από τα κεφάλια μας, η Ελένη σηκώνει τα καταγάλανα μάτια της στον ουρανό και μου λέει: «Να μου το θυμηθείς τον Ερντογάν θα τον ρίξουν οι γυναίκες!» Μιλώ μαζί της για την Τουρκία, την επεκτατική της πολιτική, τις εναέριες παραβιάσεις και νομίζω πως έχω δίπλα μου έναν καθηγητή διεθνών σχέσεων και γεωπολιτικής.
Πριν την αποχαιρετήσω, με κοιτά και σηκώνει τα δυο χέρια της στον αέρα με την ευλυγισία μιας έφηβης και φωνάζει, με το Ικάριο να απλώνεται κάτω από τη βεράντα της: «Ελλάδα, η πατρίδα μας, το ωραιότερο μέρος του κόσμου. Όσο και να ψάξεις, όπου και να δεις, σαν την Ελλάδα δεν θα βρεις». Ούτε και άλλη συνταγή της μακροζωΐας, πέραν αυτής που ψήνεται στους Φούρνους δεν θα βρεις.