Των Άρτεμις Τσίτσικα, Ελένη Παναγούλη, Ανδρονίκη Σταυρίδου
H εκδήλωση της πανδημίας Covid-19 και η εξάπλωσή της σε όλο τον πλανήτη «πάγωσε» την ανθρώπινη ιστορία και οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη νέα πραγματικότητα (the new normal). H εισβολή υπήρξε βίαιη και αιφνίδια και προκάλεσε συναισθήματα ανασφάλειας, αίσθημα απώλειας και καθημερινό άγχος που εξάντλησε σταδιακά παιδιά, εφήβους και τους σημαντικούς ενήλικες του περιβάλλοντός τους. Η κόπωση αυτή, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη καραντίνα εκφράζεται με έλλειμμα προοπτικής και αισιοδοξίας – μια πρωτόγνωρη παραίτηση που συνυπάρχει με έντονο θυμό και
ρητορική του μίσους.
Οι επιπτώσεις στα παιδιά και τους εφήβους είναι σημαντικές και μετρήσιμες, και θα μας απασχολούν για αρκετό χρόνο ακόμη, δεδομένου ότι αποτελούν ευάλωτη ομάδα υπό ανάπτυξη και οι μεταβολές του άμεσου περιβάλλοντός τους επιδρούν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους και παγιώνουν συνήθειες και συμπεριφορές που θα καθορίσουν την ποιότητα ζωής τους στο παρόν, αλλά και ως μελλοντικοί ενήλικες. Ένα από τα πολλά μέτρα που ελήφθησαν για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού ήταν και το κλείσιμο των σχολείων. Σύμφωνα με δεδομένα των Ηνωμένων Εθνών, 188 χώρες παγκοσμίως επέβαλαν το κλείσιμο των σχολείων, με αποτέλεσμα το σύνολο των εγγεγραμμένων μαθητών να βρεθούν εκτός σχολείου και να παρακολουθούν τα μαθήματά τους με εναλλακτικούς τρόπους εξαιτίας της καραντίνας.
Στην Ελλάδα ακολουθήθηκαν επίσης ανάλογα μέτρα, με τα σχολεία να είναι η πρώτη δομή που σταμάτησε τη λειτουργία της πανελλαδικώς το Μάρτιο του 2020, ενώ τη χρονιά που ακολούθησε (ακαδημαϊκό έτος 2020-2021), τα σχολεία παρέμειναν κλειστά το μεγαλύτερο της μέρος, ειδικά η
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η διαζώσης διδασκαλία αντικαταστάθηκε παγκοσμίως από διάφορες μορφές σύγχρονης και ασύγχρονης εκπαίδευσης, με κυρίαρχη την εξ αποστάσεως μάθηση με τη χρήση τεχνολογιών ψηφιακής μάθησης (τηλεκπαίδευση), όπως συνέβη και στη χώρα μας.
Παρόλο που το κλείσιμο σχολείων θεωρείται μία από τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, πολλοί εκπαιδευτικοί και ερευνητές εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις του κλεισίματος των σχολείων στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών και στις ανισότητες μάθησης. Η σχολική εκπαίδευση παρέχει τη δυνατότητα για ουσιαστική μάθηση και όταν τα σχολεία παραμένουν κλειστά, τα παιδιά και οι έφηβοι στερούνται ευκαιριών ανάπτυξης και εξέλιξης. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, αναμένεται πτώση της ακαδημαϊκής επίδοσης των μαθητών λόγω του κλεισίματος των σχολείων εξαιτίας της πανδημίας COVID-19. Οι υπάρχουσες προβλέψεις
για τον αντίκτυπο της πανδημίας COVID-19 στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών δημιουργούν μια πολύ ζοφερή εικόνα, καθώς εκτιμάται μια απώλεια μάθησης έως 38 μονάδες στην κλίμακα PISA (Programme for International Student Assessment), η οποία αντιστοιχεί σε 0,9 σχολικά έτη!
Εκτός από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην ποιότητα της εκπαίδευσης και στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών λόγω της παρατεταμένης μη λειτουργίας των σχολείων, διατυπώνεται τεράστια ανησυχία διεθνώς για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους σχετικά με την κοινωνική τους ανάπτυξη, τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και την ψυχική και τη σωματική τους ευημερία. Σύμφωνα με την καταγραφή
της UNESCO, οι βασικότερες επιπτώσεις από το κλείσιμο των σχολείων αφορούν τους παρακάτω τομείς: εκπαίδευση και εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, σχολική άρνηση, σίτιση, επιπτώσεις στους εκπαιδευτικούς, επιπτώσεις στους γονείς, οικονομικό κόστος, διαταραχές στην υγειονομική περίθαλψη, αύξηση ενδοοικογενειακής βίας, κοινωνική απομόνωση και κοινωνικές ανισότητες.
Παρακάτω αναλύονται οι βασικότερες επιπτώσεις λόγω των κλειστών σχολείων κατά την διάρκεια της πανδημίας COVID- 19, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και στοιχεία από εμπειρικές καταγραφές στη χώρα μας:
Εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, ευκαιρία για απουσία
Ο νέος τρόπος διαδικτυακής εκπαίδευσης, όπως επιβλήθηκε μετά το κλείσιμο των σχολείων και τη διακοπή της διαζώσης εκπαίδευσης, επηρέασε όλες τις πτυχές της ζωής των μαθητών. Οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας COVID-19 απαγόρευσαν την προσωπική αλληλεπίδραση καθηγητών, δασκάλων και μαθητών, εισάγοντας μια νέα μέθοδο εξ’ αποστάσεως μάθησης. Όπως προκύπτει από δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, οι περισσότεροι μαθητές, σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, δήλωσαν δυσαρεστημένοι με το νέο τρόπο εκπαίδευσης, καθώς δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν το μάθημα αλλά και να το κατανοήσουν. Επιπλέον, δυσκολεύονταν να εκφράσουν τις απορίες τους, ενώ πολλές φορές υπήρχαν και αρκετές τεχνικές δυσκολίες που δυσχέραιναν την εκπαιδευτική διαδικασία και παρεμπόδιζαν την πρόσβαση. Πολλοί μαθητές χαρακτήρισαν τη διαδικασία απρόσωπη, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό, κυρίως μαθητές με χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις ή πολλές απουσίες, ήταν ικανοποιημένοι, καθώς ανέφεραν ότι η διαδικτυακή εκπαίδευση τους επέτρεψε να μη συμμετέχουν στο μάθημα και να κάνουν απουσίες χωρίς αυτές να είναι αντιληπτές.
Βουτιά στην ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι μαθητές στην πλειονότητα τους αναφέρουν μαθησιακά κενά και πτώση της βαθμολογίας και της ακαδημαϊκής τους επίδοσης λόγω των κλειστών σχολείων, σε σύγκριση με τις σχολικές χρονιές πριν από την πανδημία, ενώ σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη στην Κίνα, οι διαφορές που προκύπτουν είναι στατιστικά σημαντικές. Επιπλέον, μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της τηλε-εκπαίδευσης και ενώ το σχολείο ήταν κλειστό, οι μαθητές είχαν καταφέρει να εμπεδώσουν μόνο το 27,5% της διδακτέας ύλης, ενώ η μέση βαθμολογία στα τεστ παρουσίασε μείωση κατά 0,32SD. Οι μαθητές οι οποίοι είχαν χαμηλές βαθμολογίες τα
προηγούμενα έτη προ της πανδημίας, αναφέρουν μεγαλύτερες δυσκολίες και πτώση στην επίδοση τους, ειδικά στα θετικά μαθήματα, όπως τα μαθηματικά. Πολλοί από αυτούς χρειάστηκαν να παρακολουθήσουν φροντιστηριακά μαθήματα ή να αυξήσουν τις ώρες που ήδη έκαναν για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν. Σε αυτή την περίπτωση, παρόλο που και αυτά πραγματοποιούνταν κυρίως διαδικτυακά, χαρακτηρίζονται ως πιο αποδοτικά και λιγότερο απρόσωπα, καθώς ήταν πολύ μικρότερος ο αριθμός των μαθητών.
Όσο μικρότεροι οι μαθητές τόσο μεγαλύτερα τα προβλήματα
Οι μαθητές μικρότερης ηλικίας (νηπιαγωγείο και μικρότερες τάξεις δημοτικού) αντιμετώπισαν περισσότερες δυσκολίες κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής μάθησης, καθώς πολλοί από αυτούς χρειάζονταν βοήθεια από κάποιο ενήλικα για να μπορέσουν να συνδεθούν και να πραγματοποιήσουν στη συνέχεια τις εργασίες τους. Ωστόσο, παρουσίασαν περισσότερο ενθουσιασμό για το μαθησιακό υλικό, καθώς ήταν περισσότερο δημιουργικό και διαδραστικό σε σχέση με τις μεγαλύτερες τάξεις και προκάλεσε το ενδιαφέρον τους. Ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών (34% των μικρότερων μαθητών αλλά και το 21% των μεγαλύτερων) ανέφεραν ότι δεν απόκτησαν τελικά νέες γνώσεις, επειδή οι εργασίες ήταν επαναλαμβανόμενες και απλές. Καθώς η τηλε-εκπαίδευση πραγματοποιούνταν στο σπίτι με την παρουσία των γονέων, μπορούσαν να παρακολουθούν την απόδοση των παιδιών τους και σε πολλές περιπτώσεις εξέφρασαν κάποιες ανησυχίες. Μερικοί από αυτούς ανέφεραν
ότι η ακαδημαϊκή επίδοση των παιδιών τους επιδεινώθηκε, ενώ άλλοι πίστευαν ότι η διαδικτυακή μάθηση ήταν επωφελής, λόγω της ανεπηρέαστης επαφής με τους εκπαιδευτικούς. Οι γονείς μικρότερων παιδιών αναφέρουν ότι δυσκολεύονταν να πειθαρχήσουν, να συγκεντρωθούν και να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα, αλλά και να κάνουν τις εργασίες τους, ενώ οι γονείς ήταν παρόντες. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις η παρουσία των γονέων ήταν απαραίτητη για να μπορέσουν τα παιδιά μικρότερης ηλικίας να συνδεθούν στο
διαδικτυακό μάθημα. Τέλος, κοινωνικοοικονομικές ανισότητες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρόσβαση στη διαδικτυακή μάθηση, επηρεάζοντας την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών όλων των τάξεων, ειδικά σε οικογένειες χαμηλού εισοδήματος.
Συμπερασματικά, και όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία, φαίνεται πώς το κλείσιμο των σχολείων και η εξ αποστάσεως μάθηση επηρέασε την ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών. Τον ισχυρισμό αυτό ενισχύει το γεγονός ότι σύμφωνα με καταγραφές η επαναλειτουργία των σχολείων
αύξησε τις βαθμολογίες των μαθητών λυκείου κατά 20%.
Βουνό τα προβλήματα στους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και νευροαναπτυξιακές διαταραχές
Αν και η ζωή όλων των μαθητών κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις, οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες λόγω μαθησιακών δυσκολιών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών επηρεάστηκαν περισσότερο. Παιδιά και έφηβοι με Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες στη συγκέντρωση στα διαδικτυακά μαθήματα και στην ολοκλήρωση των εκπαιδευτικών τους δραστηριοτήτων. Πολλοί από αυτούς πιέστηκαν πολύ κατά τη διαδικτυακή εκπαίδευση και διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο σχολικής άρνησης και εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη των ΗΠΑ, οι μαθητές με ΔΕΠ-Υ αναφέρεται ότι δυσκολευτήκαν σημαντικά περισσότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές όσο αφορά την προσαρμογή τους στην τηλεκπαίδευση και
στην εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, ενώ διαταράχθηκε ιδιαίτερα η καθημερινή τους ρουτίνα. Ομοίως, οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες φάνηκαν να αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες, όχι μόνο ακαδημαϊκά, αλλά και κοινωνικά. Αυτό είχε σαν συνέπεια την αύξηση του κινδύνου σχολικής άρνησης και για τους μαθητές αυτούς, αλλά και του χρόνου που περνούσαν μπροστά από τις οθόνες. Συνεπώς στις ομάδες αυτές παρατηρήθηκε και αυξημένος κίνδυνος για διαδικτυακή εξάρτηση, όπως και στα παιδιά και εφήβους με ΔΕΠ-Υ. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές που έπασχαν από δυσλεξία παρουσίασαν δυσκολίες στην ανάγνωση, την κατανόηση και τα μαθηματικά, κατά τη διάρκεια των διαδικτυακών μαθημάτων, ενώ παραπάνω από τους μισούς (ένα ποσοστό της τάξης του 59% με 63%) δεν μπόρεσαν να πετύχουν τους μαθησιακούς τους στόχους. Όπως
αναφέρουν οι γονείς τους, οι μαθητές με δυσλεξία είχαν λιγότερα κίνητρα στην καθιέρωση μιας ρουτίνας ανάγνωσης σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθούν σημαντικά κατά τη διάρκεια της τηλε-εκπαίδευσης και της καραντίνας. Από τα παραπάνω εξαιρούνται οι μαθητές με αναπτυξιακές διαταραχές και λοιπές αναπηρίες οι οποίοι φοιτούν σε ειδικά σχολεία. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων και των ειδικών χαρακτηριστικών των μαθητών αυτών κρίθηκε αναγκαία η δια ζώσης φοίτησή τους και η παραμονή τους στο σχολικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να προταθεί σε πολλές χώρες να παραμείνουν ανοιχτά αυτά τα σχολεία, όπως συνέβη και στη χώρα μας, τουλάχιστον στη δεύτερη φάση της πανδημίας. Στις χώρες που τα ειδικά σχολεία παρέμειναν κλειστά για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρατηρήθηκε αποδιοργάνωση των παιδιών αυτών, σε συνδυασμό και με τον περιορισμό της ανεξαρτησίας τους και των ευκαιριών για φυσική άσκηση και δραστηριότητα, που
είχε ως συνέπεια την εκδήλωση εντάσεων, εκρήξεων θυμού και βίαιων συμπεριφορών. Παράλληλα, σημαντικές δυσκολίες και πίεση αντιμετώπισαν οι γονείς των παιδιών αυτών, ειδικά αυτών με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, καθώς έπρεπε να τα απασχολήσουν, ενώ ήταν περιορισμένα στο σπίτι.
Αύξηση στην σχολική διαρροή και την σχολική άρνηση στην εποχή της καραντίνας
Σύμφωνα με καταγραφές των εκπαιδευτικών, ένας σημαντικός αριθμός μαθητών, δεν συμμετείχε στα διαδικτυακά μαθήματα. Η πλειονότητά τους ήταν αγόρια (70%), ενώ περισσότεροι από τους μισούς (53%) ήταν μαθητές με κάποια μαθησιακή διαταραχή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Επιπλέον, σημαντικό είναι να αναφερθεί κυρίως προερχόταν από οικονομικά μη προνομιούχες περιοχές και πιθανότατα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην πρόσβαση στα διαδικτυακά μαθήματα λόγω έλλειψης εξοπλισμού ή ακόμα και σύνδεσης στο διαδίκτυο. Τα φαινόμενα αυτά θεωρείται ότι αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο της σχολική άρνησης και κατ’ επέκταση της σχολικής διαρροής στους μαθητές αυτούς. Επιπλέον, αρκετές μελέτες αναφέρουν ότι πολλά παιδιά και κυρίως έφηβοι αρνούνται να επιστρέψουν στο σχολείο ακόμα όταν αυτό ανοίξει, λόγω φόβου μετάδοσης του ιού. Γενικότερα, αποτελεί πρόκληση το να διασφαλιστεί ότι τα παιδιά και οι έφηβοι θα επιστρέψουν και θα παραμείνουν στα σχολεία όταν αυτά ανοίξουν ξανά.
Αύξηση και στην κατανάλωση τροφής
Το κλείσιμο των σχολείων αύξησε την «ανασφάλεια σίτισης»/food insecurity, καθώς πολλές οικογένειες στηρίζονταν στα γεύματα που προσέφερε. Μάλιστα, εφόσον τα γεύματα αυτά θεωρούνταν ιδιαίτερα υγιεινά και ισορροπημένα, με το κλείσιμο των σχολείων διακυβεύεται η υγιεινή διατροφή για πολλές οικογένειες. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να παρατηρηθεί αύξηση της αγοράς και κατανάλωσης τροφίμων σε κονσέρβα (47’%)
κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ περίπου το 1/3 των οικογενειών προτίμησε την αγορά υπερθερμιδικών προιόντων, σνακ, γλυκών, επιδορπίων και σακχαρούχων αναψυκτικών.
Έκρηξη ενδοοικογενειακής βίας
Kατά τη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκαν αυξημένα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας και παιδικής κακοποίησης, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής κακοποίησης, φαινόμενο το οποίο καταγράφηκε και στη χώρα μας. Μάλιστα, ενώ κατά την έναρξη της πανδημίας παρατηρήθηκε αύξηση στην καταγραφή τέτοιων περιστατικών και αντίστοιχων καταγγελιών, υπήρξε στη συνέχεια σημαντική πτώση λόγω
πιθανώς της κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ένας άλλος σημαντικός λόγος που θεωρείται ότι οδήγησε στη μειωμένη καταγραφή περιστατικών βίας ειδικά απέναντι στα παιδιά και τους εφήβους, ήταν και το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων. Όταν τα σχολεία δεν είναι σε λειτουργία, τα παιδιά χάνουν σημαντική πρόσβαση σε βοήθεια σχετικά με θέματα κακοποίησης. Παράλληλα, σύμφωνα με δεδομένα της UNESCO, κατά το διάστημα που τα σχολεία παρέμειναν κλειστά, σε πολλές χώρες παρατηρήθηκε αύξηση των πρώιμων γάμων, της συχνότητας των εφηβικών κυήσεων και της παιδικής εργασίας.
Κοινωνική απομόνωση, κατάθλιψη και παραίτηση των μαθητών
Τα σχολεία αποτελούν κόμβους κοινωνικής δραστηριότητας και ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Όταν τα σχολεία παραμένουν κλειστά, πολλά παιδιά και έφηβοι χάνουν την κοινωνική επαφή που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξή τους και την κοινωνική και συναισθηματική τους ενδυνάμωση.
Επίσης η κοινωνική απομόνωση, που ενισχύεται από το κλείσιμο των σχολείων σε συνδυασμό με την επιβεβλημένη φυσική απόσταση από φίλους και δραστηριότητες, είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση σημαντικών ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων σε αυτές τις ηλικίες, όπως: ήπια συμπτώματα κατάθλιψης, μείωση ενδιαφέροντος για μέχρι τότε ευχάριστες δραστηριότητες, συμπτωματολογία άγχους και ευερεθιστότητας, φοβίες, μετά-τραυματικό στρες και διαταραχές στον ύπνο, αρνητικός τρόπος σκέψης για το μέλλον, έντονη αίσθηση μοναξιάς, εκτεταμένη χρήση κινητού τηλεφώνου και υπολογιστή και γενικά στάση παραίτησης.
Η Άρτεμις Τσίτσικα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής- Εφηβικής Ιατρικής, ΕΚΠΑ. Η Ελένη Παναγούλη είναι Παιδίατρος MSc, PhD ΠΜΣ «Στρατηγικές Αναπτυξιακής και Εφηβικής Υγείας» Ακαδ. Υπότροφος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ. Και η Ανδρονίκη Σταυρίδου είναι Στρατιωτικός Ψυχολόγος, MSc, ΠΜΣ «Στρατηγικές Ανάπτυξης της Εφηβικής Υγείας» Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ