Το σύνθημα για την κλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά έδωσε ο Τ. Ερντογάν με την δήλωση του εναντίον του Κ. Μητσοτάκη και οι ψηφίδες μπαίνουν σιγά σιγά, με τον Μ. Τσαβούσογλου και το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) να παίρνουν την σκυτάλη σε μια προσπάθεια διεύρυνσης των διεκδικήσεων, υπόσκαψης της αξιοπιστίας της Ελλάδας ως χώρας «σημαιοφόρου» του διεθνούς δικαίου αλλά και υπονόμευσης της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας.
Η Τουρκία κάθε άλλο παρά τυχαία αναδεικνύει το τελευταίο διάστημα το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών, που κορυφώθηκε με την επιστολή της 30ης Σεπτεμβρίου στον ΟΗΕ που συνέδεσε ευθέως την αποστρατικοποίηση με την συνέχιση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών.
Η Τουρκία η οποία διαρκώς βρίσκεται στο στόχαστρο της κριτικής για την έλλειψη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών, που εφαρμόζει μια άκρως επιθετική αναθεωρητική πολιτική εναντίον της Ελλάδας και ετοιμάζεται ήδη για την τρίτη στρατιωτική επέμβαση στο έδαφος τρίτης χώρας, θέλει να εμφανιστεί ως... θύμα των παραβιάσεων της διεθνούς νομιμότητας που η Ελλάδα υποτίθεται διαπράττει.
Έτσι θεωρεί ότι μπορεί να ενισχύσει την θέση της και σε επίπεδο διεθνούς εικόνας αλλά και διαπραγματευτικά, καθώς βάζοντας στο τραπέζι το χαρτί της αποστρατικοποίησης θα νομιμοποιηθεί να διευρύνει τις διεκδικήσεις της σε υπαρκτά ζητήματα όπως είναι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών.
Η Τουρκία επιχειρεί πλέον συστηματικά όχι μόνο να αναδείξει την πολιτική των «γκρίζων ζωνών» που ευθέως και χωρίς προσχήματα αμφισβητείται η ελληνική κυριαρχία, αλλά με την θεωρία της αποστρατικοποίησης θέλει να γκριζάρει και να ουδετεροποιήσει τα νησιά και συνεπώς όλο το Αιγαίο.
Επιδιώκει ακόμη λόγω της εξαίρεσης που έχει θέσει η Ελλάδα από την δικαιοδοσία του ΔΔ της Χάγης για θέματα άμυνας, να αποδυναμώσει την ελληνική θέση για παραπομπή στην Χάγη της διαφοράς για τις θαλάσσιες οριοθετήσεις και να προβάλει έτσι την επιλογή της διμερούς διαπραγμάτευσης ή την παραπομπή «όλων των προβλημάτων» στην Χάγη.
Όμως η έγερση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης έχει έναν ακόμη σοβαρό στόχο, ο οποίος αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία για την Τουρκία μετά τις τελευταίες εξελίξεις την αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας MDCA και την αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης ως ενεργειακού κόμβου και ως κέντρου για την μετάβαση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από και προς την Ανατολική Ευρώπη.
Οι ανάγκες ασφαλείας αυτού του θαλάσσιου διαδρόμου που οδηγεί από την Μεσόγειο και από την βάση της Σούδας στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης αναβαθμίζει και την στρατηγική σημασία των νησιών και απαιτεί την αμυντική θωράκιση τους και αυτό είναι που θέλει να αποφύγει η Άγκυρα.
Έτσι με την κλιμάκωση με αιχμή το θέμα της αποστρατικοποίησης θέλει να αποτρέψει επέκταση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στο Αιγαίο που θα συμπεριλάβει υποχρεωτικά και τα ελληνικά νησιά, αλλά και στον «εκφοβισμό» τρίτων χωρών που συμμετέχουν η προτίθεται να συμμετάσχουν σε στρατιωτικές δραστηριότητες στο Αιγαίο. Κινήσεις οι οποίες θα ακύρωναν στην πράξη τους ισχυρισμούς περί αποστρατικοποίησης.
Η ελληνική επιστολή στον ΟΗΕ που έστω και καθυστερημένα δίνει τις αναγκαίες απαντήσεις σε νομικό και πολιτικό επίπεδο για το ζήτημα της υποτιθέμενης υποχρέωσης αποστρατικοποίησης των νησιών είναι ένα αναγκαίο βήμα, όμως είναι πλέον κατανοητό ότι δεν αρκεί προκειμένου να αντιμετωπισθεί η τουρκική διπλωματική προς το παρόν επίθεση εναντίον της χώρας μας
Στην επιστολή επιλέχθηκε να διατυπωθούν μια σειρά νέων επιχειρημάτων που προστίθεται στην επιχειρηματολογία της προηγουμένης 40ετιας λόγω ακριβώς της προσπάθειας της Τουρκίας να συνδέσει το ζήτημα της αποστρατικοποίησης με την κυριαρχία επί των νησιών.
Το νέο βασικό επιχείρημα είναι ότι τα σύνορα που καθιερώνονται με μια Συνθήκη είναι οριστικά και μόνιμα χωρίς προϋποθέσεις και είναι αυτόνομα από την πορεία και την τύχη της συγκεκριμένης συνθήκης. Και εδώ γίνεται επίκληση και της νομολογίας της Χάγης. Ειδικά μάλιστα σε ότι αφορά την Συνθήκη της Λοζάνης και την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (βάσει των οποίων αποδόθηκε στην Ελλάδα η κυριαρχία των νησιών) επισημαίνεται ότι ο βασικός στόχος τους ήταν η εγκαθίδρυση μόνιμων συνόρων και νόμιμων γεωγραφικών δικαιωμάτων στα κράτη χωρίς προϋποθέσεις η άλλες υποχρεώσεις και για τον λόγο αυτό οι τουρκικές αξιώσεις υπονομεύουν σοβαρά την περιφερειακή σταθερότητα και ειρήνη.
Η ελληνική επιστολή απορρίπτει τους τουρκικούς ισχυρισμούς βάσει των οποίων η υποτιθέμενη παραβίαση της υποχρέωσης για αποστρατικοποίηση στερεί από την Ελλάδα το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα νησιά σε ενδεχόμενη θαλάσσια οριοθέτηση. Η Αθήνα δηλώνει ότι το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες προβλέπεται από το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με το θέμα της αποστρατικοποίησης.
Στην επιστολή επίσης συμπεριλαμβάνονται και στοιχεία από την πάγια ελληνική επιχειρηματολογία, όπως η δήλωση του τότε ΥΠΕΞ της Τουρκίας Τ.Ρ. Αράς στην τουρκική Εθνοσυνέλευση (1936) που δήλωσε ρητά ότι η Λήμνος και η Σαμοθράκη δεν έχουν υποχρέωση αποστρατικοποίησης μετά την συνθήκη του Μόνταρε, καθώς η δήλωση αυτή είναι νομικά δεσμευτική για την Τουρκία.
Επίσης προς απάντηση της επιχειρηματολογίας της Τουρκίας για την υπόθεση της αποστρατικοποίησης των νησιών Aaland (Συνθήκη 1856) επισημαίνεται ότι η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων δεν αφορούσε την αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών αλλά αυτό ήταν ένα ξεχωριστό και επικουρικό θέμα και ότι σε κάθε περίπτωση η Τουρκία ως μη συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης των Παρισίων δεν μπορεί να κάνει επίκληση της.
Η Ελλάδα στην επιστολή όπου για πρώτη φορά πάντως δεν γίνεται ρητή επίκληση του πιο γνωστού επιχειρήματος τα προηγούμενα χρόνια, του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ περί νόμιμης άμυνας, απαριθμεί μια σειρά από επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας, όπως οι υπερπτήσεις, οι παρενοχλήσεις ελληνικών πολεμικών σκαφών, η συγκέντρωση αποβατικών δυνάμεων στην ασιατική ακτή του Αιγαίου απέναντι στα ελληνικά νησιά και φυσικά την ύπαρξη του casus belli.
Η Αθήνα καλεί την Τουρκία να εγκαταλείψει την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου, να αποσύρει τις απειλές πολέμου, να διακόψει τις παράνομες δραστηριότητες παραβίασης της ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων και να σταματήσει την αναθεωρητική συμπεριφορά που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την σταθερότητα και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
Στην ίδια επιστολή πάντως η Αθήνα εκφράζει την βούληση της για επίλυση των «υπαρχουσών διαφορών, συγκεκριμένα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε πνεύμα καλής γειτονίας και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο»…