Η υπογραφή της μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδος και της Αιγύπτου αναμφίβολα αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην πολυεπίπεδη και μακροχρόνια προσπάθεια κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού. Φυσικά δεν αποτελεί το θεμέλιο λίθο της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διενέξεων, ούτε και εξασφαλίζει την ευόδωση των εθνικών μας στόχων αλλά οπωσδήποτε και δεν αποτελεί αρνητική εξέλιξη που υποθάλπει τη συρρίκνωση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Η πορεία των διαπραγματεύσεων υπήρξε μακροχρόνια, με πληθώρα αδιεξόδων και πισωγυρισμάτων, ελιγμών, κεκαλυμμένων εκβιασμών, εξωτερικών παρεμβάσεων, καθεστωτικών, κομματικών και προσωπικών ανασφαλειών και επιδιώξεων, ότι δηλαδή χαρακτηρίζει διαχρονικά μια διμερή διαπραγμάτευση αντικρουόμενων συμφερόντων αλλά παράλληλα και κοινών στόχων δύο ανεξαρτήτων χωρών.
Αμφότερες οι πλευρές επικαλούνταν σθεναρώς και επί έτη τα σημεία εκείνα του διεθνούς δικαίου που υποστήριζαν τις θέσεις τους. Μέση γραμμή ή ίση απόσταση (equidistance) η μια πλευρά, ευθυδικία ή αναλογικότητα (equity) η άλλη. Αμφότερες οι θέσεις αποδεκτές από το σκόπιμα ασαφές κείμενο της Συνθήκης του UNCLOS (Σύμβαση Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας) αλλά και από ένα ευρύ φάσμα -όχι πάντα ταυτόσημων- αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων. Η συνομολόγηση της συμφωνίας (ελπίζουμε και της απαραίτητης επικύρωσης που προβλέπεται να ακολουθήσει) υπήρξε αναμφίβολα προϊόν δύσκολων συμβιβασμών αμφοτέρων των πλευρών. Επιπλέον του αποτελέσματος και το ίδιο το κείμενο της συμφωνίας έπρεπε να δομηθεί κατά τέτοιον τρόπο που να αποφεύγει αναφορές σε σιωπηρές αποδοχές που ενδεχόμενα να δώσουν λαβές σε τρίτους για προβολή ανάλογων απαιτήσεων (όσο φυσικά αυτό είναι δυνατόν). Εξ ου μάλλον και η σκόπιμη λιτότητα του.
Πέραν όμως των ασαφών προβλέψεων του διεθνούς δικαίου στο θέμα των καθορισμών των θαλασσίων ζωνών δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη γενική εικόνα σε συσχετισμό με τους λοιπούς παίκτες, τα σχέδια και ενέργειες τους και τη σχετική ισχύ μεταξύ τους στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αναμφίβολα η Αθήνα βρίσκεται εδώ και μήνες υπό πίεση, όχι μόνο ένεκα του ανυπόστατου, παρά ταύτα όμως υπαρκτού τουρκολιβυκού μνημονίου (συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών), αλλά και των προκλητικών τουρκικών ενεργειών. Αντίστοιχα υπό εσωτερική αλλά και εξωτερική πίεση στα δυτικά σύνορα του βρίσκεται και το καθεστώς του Καϊρου. Ενδεχομένως οι βασιζόμενες στην τουρκική επέμβαση, στρατιωτικές επιτυχίες της GNA να υπήρξαν ο καταλύτης στη συνομολόγηση της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Μήπως όμως έχουν δίκιο οι επικριτές της συμφωνίας και άθελα μας παραχωρούμε νομικά «όπλα» στην φαρέτρα της Άγκυρας έχοντας αναγνωρίσει μια μικρότερη επήρεια των ελληνικών νησιών; Πράγματι, με την ανάγνωση του δημοσιευθέντος χάρτη, φαίνεται ότι υπήρξε μια ανάλογη δική μας παραχώρηση, ο ακριβής καθορισμός της οποίας είναι έργο ειδικών. Σκόπιμη μια τέτοια ανησυχία, καθώς η επιζητούμενη διακαώς συνένωση της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ, βασίζεται σε οριακούς υπολογισμούς που παρέχει στην ελληνική πλευρά η υπέρ ημών ανάγνωση της πρόβλεψης του διεθνούς δικαίου της μέσης γραμμής ή ίσης απόστασης. Ακόμη λοιπόν μια ελάχιστη ελληνική παραχώρηση στην φιλική χώρα της Αιγύπτου, σίγουρα θα εκλαμβάνονταν από την Άγκυρα ως ελληνική υποχώρηση έναντι των τουρκικών θέσεων και στην περίπτωση μιας μελλοντικής ανάλογης ελληνοτουρκικής συμφωνίας (φανταστικό επί του παρόντος σενάριο ένεκα των τουρκικών απαράδεκτων προαπαιτούμενων) θα υπάρξουν απώλειες στη διεκδικούμενη από εμάς ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα και αναπόφευκτα διάρρηξη της σύνδεσης των ΑΟΖ Ελλάδος-Κύπρου. Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να αναρωτηθώ αν τα ιστορικά εγκληματικά λάθη των δύο πλευρών και η αβελτηρία της Ελλάδος ήταν αποτέλεσμα της μη σύνδεσης των δύο ΑΟΖ; Βέβαια εκτιμώ ότι η αναθεωρητική και επεκτατική Τουρκία θα απέρριπτε ασυζητητί μια ανάλογη με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, ποσοστιαία «υποχώρηση» (αν θεωρήσουμε ότι η πρόσφατη συμφωνία παρέχει ένα ποσοστό διαμοιρασμού 45% με 55% σε Αθήνα και Κάιρο) των Αθηνών στην ακριτική περιοχή της Μεγίστης.
Σίγουρα η πρόσφατη συμφωνία μερικής οριοθέτησης δεν δίνει λύσεις στο καυτό θέμα της προαναφερθείσας περιοχής όπως σίγουρα θα επιθυμούσαμε. Στη διεθνή πολιτική όμως η προσέγγιση δύο πλευρών αρχίζει από τα απλούστερα θέματα και όχι από τα πιο σύνθετα. Αν μάλιστα το νέο καθεστώς που προκύπτει από τη συμφωνία είναι επωφελές για τους συμβαλλομένους, σύντομα αποκτά θετική δυναμική και αποδοχή και από τους λοιπούς δρώντες ωθώντας τους εμπλεκομένους σε εμβάθυνση της συνεργασίας/συμφωνίας.
Επιπρόσθετα, αν αναλογιστούμε τις αιτίες καθυστέρησης της επίτευξης αυτής της συμφωνίας, θα αντιληφθούμε αφενός το αδύνατο της επίτευξης του 100% των επιδιώξεων μας και αφετέρου τη εργώδη και προς την αυτήν κατεύθυνση προσπάθεια που καταβλήθηκε από πλευράς αρκετών ελληνικών κυβερνήσεων, θετικό σημείο που πρέπει να εντυπωθεί σε όλους τους πολιτικούς παράγοντες και ψηφοφόρους. Παρά την μερική ευόδωση των επιδιώξεων μας στην περίπτωση της Αιγύπτου, φυσικά και θα πρέπει να κατέλθουμε στην αρένα των διεκδικήσεων μας έναντι της Άγκυρας με το 110% των δικαιωμάτων που οι ευνοϊκές -για εμάς- αναγνώσεις του διεθνούς δικαίου προβλέπουν! Σε αυτήν την κατεύθυνση, χρήσιμες είναι και οι εσωτερικές λελογισμένες και ορθά κατευθυνόμενες, τοποθετήσεις υπέρ ημετέρων ακραίων διεκδικήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπεύθυνος πολιτικός κόσμος έχει συνειδητοποιήσει τα πραγματικά όρια των δυνατοτήτων μας ανά χρονική περίοδο και υπάρχει μια συναντίληψη εφικτών στόχων παρά τις σκόπιμες αντιπολιτευτικές «κορώνες». Αυτό όμως που θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι ο καταστροφικός διχασμός μεταξύ «ενδοτικών» και «υπερπατριωτών».
Θα επαναλάβω ότι η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία αποτελεί ένα από τα πολλά επεισόδια του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και παρέχει -κατά την εκτίμηση μου- θετικά στοιχεία στην χώρα μας αλλά δεν προδικάζει το τελικό αποτέλεσμα. Καταδεικνύει επίσης την πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων, την ανάγκη μακροχρόνιου σχεδιασμού και επίμονης εφαρμογής, την σημασία της ορθής κατανόησης του διεθνούς περιβάλλοντος σε συνάρτηση με τον παράγοντα χρόνο και την αποφυγή ευρέσεως σε δυσμενή κατάσταση (μειωμένης σχετικής ισχύος). Η τελευταία -σχετική ισχύς- είναι αυτή που προδικάζει και προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί οποιαδήποτε συμφωνία ή αναμέτρηση.
Αναμφίβολα η Τουρκία θα θελήσει να υποβαθμίσει τη σημασία της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας δημιουργώντας προκλήσεις είτε στον ελληνικό τομέα της συμφωνίας είτε ακόμη σε ευνοϊκότερα για αυτήν ύδατα, όπως επιχείρησε προσφάτως μεταξύ Μεγίστης και Κύπρου. Η ελληνική απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ανάλογη, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι ο γείτονος έχει λάβει τα δικά του lessons learned από την κινητοποίηση-αντίδραση μας αλλά ενδεχομένως να δράσει υπό το καθεστώς νευρικότητας που φαίνεται ότι τον διακατέχει κατόπιν της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας. Απαραίτητες λοιπόν οι ημέτερες πολύπλευρες προετοιμασίες προς κάθε κατεύθυνση.
Εχθροί, φίλοι ουδέτεροι -αλλά και ο ελληνικός λαός- πρέπει να αντιληφθούν την αποφασιστικότητα μας και της συνέπειες της αναπόφευκτης αντίδρασης μας σε ακραίες τουρκικές προκλήσεις που θα έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση για χρόνια της ήδη εύφλεκτης περιοχής. Και εμείς όμως όλοι μας πρέπει να αντιληφθούμε ότι χωρίς άμεσα (και κοστοβόρα) μέτρα ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων μας διακινδυνεύουμε πολυετείς προσπάθειες, αγώνες, θυσίες και κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν αρκεί όμως μόνο να το αντιληφθούμε, πρέπει να πράξουμε και ανάλογα, τώρα.
*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλόπουλος είναι Αντιστράτηγος (εα), Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου με Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)