Με τη διαδεδομένη αλλά εσφαλμένη θεωρία πως το στέλεχος Όμικρον προκαλεί μόνο ήπιες νοσήσεις, αρκετοί συμπολίτες μας εμμένουν στην άποψη ότι η απόκτηση της φυσικής ανοσίας μέσω της νόσησης αποτελεί μια ασφαλής εναλλακτική του εμβολιασμού, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Στην πραγματικότητα οι ήπιες και ασυμπτωματικές λοιμώξεις αφορούν τους διπλά και τριπλά εμβολιασμένους ανθρώπους και την πλειονότητα των εφήβων και των παιδιών, όχι όμως το σύνολο του πληθυσμού νεαρής ηλικίας. Το 2% των νοσηλειών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αφορά παιδιά και εφήβους έως και 17 ετών και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί μεταφορά των μικρών ασθενών σε ΜΕΘ ή ΜΑΦ (Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας) για προληπτικούς λόγους, ενώ ακόμα σπανιότερα μπορεί να χρειαστεί και διασωλήνωση.
Ωστόσο, ο κίνδυνος που παραμονεύει για τα παιδιά δεν περιορίζεται στην ίδια τη covid λοίμωξη. Ακόμα και αν οι νεαρής ηλικίας ασθενείς περάσουν την λοίμωξη ήπια ή σχεδόν ασυμπτωματικά, υπάρχει πιθανότητα να νοσήσουν 2-3 εβδομάδες αργότερα από μια επιπλοκή του κορονοϊού που ονομάζεται πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο και στη διεθνή ιατρική ορολογία έχει βαφτιστεί MISC από τους όρους Multi-inflammatory Syndrome in Children.
Στην Ελλάδα ο αριθμός των παιδιών που έχουν παρουσιάσει MIS-C και άλλες επιπλοκές που μοιάζουν με MIS-C υπερβαίνει τα 100 και αφορά 50 παιδιά τα οποία έχουν παρουσιάσει MIS-C και άλλα τόσα τουλάχιστον τα οποία έχουν συμπτωματολογία που θα μπορούσε να αποδοθεί σε MIS-C, όπως εξηγεί η καθηγήτρια παιδιατρικής-λοιμωξιολογίας Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.
Το σύνδρομο αυτό αρχικά είχε ονομαστεί Kawasaki-like από την ομοιότητα των συμπτωμάτων με την παιδιατρική νόσο Kawasaki, η οποία είναι μια εκτεταμένη αγγειίτιδα. Σε αυτού του τύπου τις διαταραχές παρατηρείται εκτεταμένη φλεγμονή σε πολλά συστήματα, η βλάβη είναι πολυοργανική και κυρίως πλήττεται το κυκλοφορικό σύστημα, δηλαδή τα αγγεία. Το πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο μπορεί να αποβεί ακόμα και θανατηφόρο, με την πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου να τονίζει καθησυχαστικά πως αν τα παιδιά διαγνωστούν σωστά και λάβουν τη σωστή θεραπεία, η έκβαση είναι καλή.
Ο φόβος του Συνδρόμου MISC επέστρεψε ισχυρότερος μετά την διακομιδή ενός 11χρονου ασθενή από τη Μυτιλήνη στο νοσοκομείο Παίδων της Αθήνας με πνευμονική εμβολή και η δημοσιοποίηση του περιστατικού καθιστά ακόμα πιο επιβεβλημένο των εμβολιασμό των παιδιών προκειμένου να προστατευτούν από αυτή την σοβαρή επιπλοκή του πολυσυστηματικού φλεγμονώδους συνδρόμου.
Εκτός από το σύνδρομο MISC, τα παιδιά που νοσούν ακόμα και πολύ ήπια με την λοίμωξη covid έχουν να αντιμετωπίσουν και το long covid σύνδρομο, το οποίο αρχικά είχε υπολογιστεί πως εμφανίζεται σε έναν στους 1000 ασθενείς. Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή αποδείχθηκε λανθασμένη με την συχνότητα του long covid syndrome να είναι μεγαλύτερη (πλήττοντας έναν στους 100 ασθενείς) και τα παιδιά να παρουσιάζουν σοβαρά νευρολογικά υπολείμματα, ακόμα κι αν έχουν νοσήσει με κορονοϊό σχεδόν ασυμπτωματικά.
Επίσης, οι μικροί ασθενείς παρουσιάζουν μεγάλη κόπωση, ψυχολογικά συμπτώματα, πνευμονολογικές και καρδιολογικές επιπλοκές που αφήνουν τα παιδιά να επιστρέψουν στην καθημερινή τους σχολική κι εξωσχολική ρουτίνα. Και σε αυτή την περίπτωση ο εμβολιασμός έναντι του κορονοϊού προσφέρει πολλαπλή προστασία, με το 17,5% των παιδιών 5-11 ετών να έχει εμβολιαστεί στην πατρίδα μας και αντίστοιχα τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης να διαμορφώνονται στο 43,1% για παιδιά ηλικίας 12-14 ετών και στο 56,4% για τους εφήβους 15-17 ετών. Από τα ποσοστά προκύπτει ότι παραμένει ένας σημαντικός αριθμός παιδιών κι εφήβων στην Ελλάδα (των 2 εκατ. ανήλικων ατόμων) που δεν έχουν εμβολιαστεί, καθώς οι γονείς τους δεν έχουν ακόμα πειστεί για την αξία του εμβολίου ή φοβούνται.
Μια μελέτη που μας έρχεται από το Ισραήλ επιβεβαιώνει πως έμμεση προστασία των παιδιών μπορεί να δοθεί και μέσω του εμβολιασμού των γονιών τους. Σε μελέτη που έχει περιλάβει περισσότερα από 230.000 νοικοκυριά, προκύπτει ότι ο κίνδυνος μόλυνσης των παιδιών με έναν εμβολιασμένο γονέα μειωνόταν κατά 26% στην περίοδο 1, (που επικρατούσα ήταν η μετάλλαξη Άλφα, το βρετανικό στέλεχος) και 20% στην περίοδο Β, που επικρατούσε, η μετάλλαξη Δέλτα, όταν οι γονείς ήταν εμβολιασμένοι με δυο δόσεις εμβολίου.
Όταν ο εμβολιασμός των γονιών έγινε με τρεις δόσεις, η μείωση του κινδύνου μετάδοσης ήταν στην πρώτη περίοδο (με το βρετανικό στέλεχος) 71,7% και στην δεύτερη, με το στέλεχος Δέλτα, 58,1%. Συνεπώς προκύπτει ότι ο εμβολιασμός των γονέων μειώνει την διασπορά στο νοικοκυριό και προστατεύει έμμεσα τα μικρά παιδιά και άλλα ευάλωτα άτομα του περιβάλλοντος, όπως υπογραμμίζει η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.