Οι ουκρανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Ρώσων προς ανακατάληψη εδαφών στη νότια Ουκρανία, η επονομαζόμενη «ουκρανική αντεπίθεση», βρίσκεται σε εξέλιξη. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν η επιχείρηση αυτή έχει τη δυνατότητα να γυρίσει τη ζυγαριά του πολέμου. Κάποιοι θεωρούν ότι αυτή αποτελεί την τρίτη στρατηγική φάση των επιχειρήσεων, μετά την αρχική επίθεση των Ρώσων με στόχο το Κίεβο και την επικέντρωση των επιχειρήσεων στην περιοχή του Ντονμπάς, κατόπιν της ρωσικής αναδιπλώσεως από το Κίεβο, τον Απρίλιο 2022.
Ωστόσο, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα στο πεδίο είναι πολύ πτωχά, ανακατάληψη μερικών χωριών, για να δικαιολογήσουν ότι αυτή η επιχείρηση αποτελεί σημείο καμπής του πολέμου. Σε κάθε περίπτωση και αυτή θέλει το χρόνο της, όπως και οι ρωσικές επιθετικές επιχειρήσεις, για να αφήσει ένα σαφές αποτύπωμά στο πεδίο και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Ουκρανοί αξιωματούχοι είχαν αφήσει να εννοηθεί, από τα μέσα Ιουνίου, ότι θα εκτόξευαν την «αντεπίθεση» η οποία θα είχε «ορατά αποτελέσματα» εντός του καλοκαιριού. Η αισιοδοξία προήρχετο από το γεγονός ότι η Ουκρανία είχε εφοδιαστεί με αρκετά οπλικά συστήματα τα οποία θα της επέτρεπαν να αναλάβει την πρωτοβουλία και να αρχίσει επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον των Ρώσων.
Μετά από μια σειρά παλινωδιών των ουκρανικών αρχών, με διακηρύξεις και διαψεύσεις περί εκκινήσεως της «αντεπιθέσεως», την 29 Αυγούστου τελικά έγινε η επίσημη ανακοίνωση της ενάρξεως των επιχειρήσεων. Ωστόσο, πριν από αυτή οι Ρώσοι είχαν επιτύχει, το δεύτερο ήμισυ του Αυγούστου, να διευρύνουν κατά περίπου 30 χιλιόμετρα προς τα δυτικά το μέτωπο, σε βάρος των Ουκρανών.
Η επιλογή του χώρου της «ουκρανικής αντεπιθέσεως» εξυπηρετεί μια σειρά από στόχους, όπως: Πρώτον, βασικός αντικειμενικός σκοπός είναι η ανακατάληψη της Χερσώνας, της μεγαλύτερης ουκρανικής πόλης υπό ρωσική κατοχή, με τεράστιο θετικό συμβολισμό για την Ουκρανία και αρνητικά ψυχολογικά αποτελέσματα για τους Ρώσους.
Δεύτερον, τυχόν επιτυχία δημιουργεί προϋποθέσεις ανακαταλήψεως της Κριμαίας και όπως είναι φυσικό θέτει σε άμεσο κίνδυνο το ρωσικό ναύσταθμο της Μαύρης Θάλασσας (Σεβαστούπολη).
Τρίτον, περιορίζει ένα μελλοντικό κίνδυνο ρωσικών επιθετικών ενεργειών εναντίον του Κιέβου εκ του νότου ή προς δυσμάς (Οδησσός).
Τέταρτον, δημιουργεί προϋποθέσεις για συνέχιση των ουκρανικών επιχειρήσεων προς ανατολάς προς απελευθέρωση και άλλων ουκρανικών εδαφών. Πέμπτον, προστατεύει το λιμάνι της Οδησσού και δημιουργεί προϋποθέσεις για απελευθέρωση λιμένων ανατολικότερα, στρατηγικής σημασίας για το εξαγωγικό εμπόριο της Ουκρανίας.
Ο τελικός χρόνος εκτοξεύσεως της «ουκρανικής αντεπιθέσεως», αποτελεί επιχειρησιακά το έσχατο όριο, το οποίο επιτρέπει τη διεξαγωγή για ένα περίπου δίμηνο στρατιωτικών ενεργειών, προς επίτευξη ουσιαστικών αποτελεσμάτων, μέχρι την έλευση του χειμώνα. Ο χειμώνας αναντίρρητα θα επιτρέψει μόνο περιορισμένες επιχειρήσεις και θα προκαλέσει μια σειρά μειζόνων εμποδίων για αμφότερες τις πλευρές, ειδικά όμως για τους επιτιθέμενους Ουκρανούς.
Αξιοπρόσεκτες είναι όμως και οι συνθήκες οι οποίες πυροδότησαν την «ουκρανική αντεπίθεση». Πρώτον, η ηρωική άμυνα με την οποία πιστώθηκε η Ουκρανία δεν είναι επαρκής για την επίτευξη αποφασιστικού αποτελέσματος, όταν περίπου το 25% του ουκρανικού εδάφους τελεί υπό ρωσική κατοχή, οπότε είναι υποχρεωμένη να περάσει στην επίθεση, για να ανατρέψει τα αποτελέσματα επί του πεδίου.
Δεύτερον, είναι απαραίτητο η Ουκρανία να δείξει στο δυτικό κόσμο που τη στηρίζει πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και εξοπλιστικά, ότι χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα όπλα και τη βοήθεια που της παρασχέθηκε, καθώς είναι πιθανόν να τεθεί σε κίνδυνο η υποστήριξη αυτή.
Τρίτον, παρουσιάζεται ένα παράθυρο ευκαιρίας, καθώς υπάρχουν πληροφορίες για σταδιακή ενίσχυση των ρωσικών δυνάμεων, από το νέο έτος, ως αποτέλεσμα της ρωσικής προσπάθειας στρατολόγησης προσωπικού. Τέταρτον, υπάρχουν σε εξέλιξη ανακοινώσεις για διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων στις κατειλημμένες περιοχές για ενσωμάτωση στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το δημοψήφισμα στην περιοχή Χερσώνος αναβλήθηκε για λόγους ασφαλείας, λόγω της ουκρανικής επιθέσεως.
Συνεπώς η ουκρανική κυβέρνηση τελεί υπό σημαντική πίεση προς δράση, τόσο λόγω εξωτερικών όσο και εσωτερικών παραγόντων, αλλά κυρίως αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών στρατηγικών συνθηκών, οι οποίες διαμορφώνονται. Ως εκ τούτου η «αντεπίθεση» κινείται πρωτίστως στο πνεύμα της επιδείξεως ενεργητικότητας και δραστηριότητας προς κάθε κατεύθυνση. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, η «αντεπίθεση», είναι σημαντική θεμελιωδώς από πολιτική και στρατηγική σκοπιά.
Η ουκρανική επιχείρηση μεθοδολογικά κινείται στην ορθή κατεύθυνση, καθώς από διμήνου έχουν αναληφθεί υποβοηθητικές ενέργειες με σκοπό τη λεγόμενη διαμόρφωση του πεδίου της μάχης, με προσβολή κέντρων διοικήσεως και ανεφοδιασμού, γραμμών και κόμβων συγκοινωνιών (γέφυρες, πλωτές γέφυρες, σταθμοί, κτλ), σημαντικών ρωσικών στρατιωτικών στόχων (αεροδρόμια, ναύσταθμος, εφεδρείες κτλ).
Όμως το αποτέλεσμα θα κριθεί από την αποφασιστική ενέργεια των ουκρανικών δυνάμεων, η οποία συνιστά και τον πυρήνα της «ουκρανικής αντεπιθέσεως», δηλαδή την εξουδετέρωση ή απώθηση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων, την ανακατάληψη του ουκρανικού εδάφους και τη σταθεροποίηση του μετώπου σε νέες θέσεις ανατολικότερα.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το εδαφικό κριτήριο επιτυχίας για τον ουκρανικό στρατό; Σίγουρα η ανακατάληψη των ουκρανικών εδαφών δυτικά του Δνείπερου ποταμού, μέχρι την έναρξη του χειμώνα, συμπεριλαμβανομένης της Χερσώνος, η οποία και αυτή βρίσκεται εν επαφή με τη δυτική όχθη του ποταμού. Οι ουκρανικές δυνάμεις θα επιδιώξουν να «συμπιέσουν» τις ρωσικές δυνάμεις επί του Δνείπερου ποταμού, αποκόπτοντας ταυτόχρονα τους άξονες υποχωρήσεως και ανεφοδιασμού, ώστε να τις εξαναγκάσουν είτε να υποχωρήσουν ανατολικά του ποταμού είτε να παραδοθούν, οπότε και θα ανακτήσουν τον έλεγχο του εδάφους.
Κατά πόσο αυτό θα αποδειχθεί εφικτό θα εξαρτηθεί και από την αντίδραση των ρωσικών δυνάμεων. Ουκρανικές επιχειρήσεις ανατολικά του Δνείπερου ποταμού είναι ένα ζήτημα προς ευρεία συζήτηση, καθώς απαιτούν άλλη σχεδίαση, αλλά και άλλες δυνατότητες, τις οποίες μάλλον οι ουκρανικές δυνάμεις δεν φαίνεται να διαθέτουν προς το παρόν.
Αν δεν υπάρξει ένα ελάχιστο αποφασιστικό αποτέλεσμα εκ μέρους των ουκρανικών δυνάμεων, όπως προαναφέρθηκε, θα αρχίσουν να εγείρονται ερωτηματικά ειδικά για τη συνέχιση της υποστηρίξεως των ευρωπαϊκών χωρών, των οποίων οι κοινωνίες θα κληθούν τον επερχόμενο χειμώνα να πληρώσουν υψηλότατο κόστος ενέργειας αλλά και διαβίωσης.
Οι κυβερνήσεις, καθώς ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται κοινωνικές αντιδράσεις θα κληθούν να ισορροπήσουν, μεταξύ των εσωτερικών πιέσεων και της άνευ όρων υποστηρίξεως προς την Ουκρανία. Αποτυχία της «αντεπιθέσεως», είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει ένα ισχυρό ρεύμα πιέσεων προς την Ουκρανία, ώστε να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία. Ο χρόνος μάλλον πιέζει και μετρά σε βάρος των Ουκρανών.
Ο στρατιωτικός στόχος που προαναφέρθηκε, φαίνεται αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί στο συγκεκριμένο χρόνο, εκτός εάν οι ρωσικές δυνάμεις υποστούν ένα ισχυρό σοκ και καταρρεύσουν. Κατόπιν αυτού, έχει ήδη αρχίσει να καλλιεργείται από δυτικά μέσα ενημέρωσης και αναλυτές, ειδικά πέραν του Ατλαντικού και γενικότερα του αγγλοσαξονικού χώρου, ως επιτυχία της αντεπιθέσεως τα υποβοηθητικά έργα, δηλαδή η προσβολή ρωσικών στόχων. Παράλληλα, προωθείται η ιδέα ότι η ουκρανική κυβέρνηση δεν πρέπει να ενεργεί υπό την πίεση του χρόνου και οι κύριες ουκρανικές επιχειρήσεις μπορεί να μεταφερθούν στο 2023 ακόμη και στο 2024. Όλα αυτά συνιστούν επικοινωνιακή υποστήριξη για διαμόρφωση μιας νέας ενδεχόμενης στρατηγικής, όμως το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί από τη συνοχή του δυτικού κόσμου, η οποία έχει αρχίσει να δοκιμάζεται, στο ουκρανικό ζήτημα και τη δυνατότητα υποστηρίξεως της όποιας νέας στρατηγικής.
Συνοψίζοντας, η «ουκρανική αντεπίθεση», είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει παράγοντα των εξελίξεων στον πόλεμο της Ουκρανίας. Ο χρόνος, ο οποίος δεν είναι απεριόριστος, θα δείξει αν μπορεί να επιτύχει το φιλόδοξο στόχο να καταστεί ο δυναμικός παράγοντας των εξελίξεων και να γυρίσει τη ζυγαριά του πολέμου προς την ουκρανική πλευρά ή να οδηγήσει προς άλλη κατεύθυνση (στατικότητα, διεύρυνση της ρωσικής επεκτάσεως, συμβιβασμός κτλ)
* Ο Κωνστανtίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ