Ο χρόνος διεξαγωγής εκλογών στην Ελλάδα παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα: Τον συζητούν, κάθε τόσο, όλοι οι Έλληνες, αλλά τον αποφασίζει μόνον ένας, ο πρωθυπουργός. Έτσι και τώρα, πολλοί συζητούν για το αν το έτος που έρχεται θα είναι έτος εκλογών, αλλά την απόφαση θα τη λάβει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και όποιος θέλει να εκτιμήσει ποια θα είναι αυτή, πρέπει να επιχειρήσει να μπει στα παπούτσια του πρωθυπουργού - αν και χωρίς, ασφαλώς, να έχει όλα τα δεδομένα που έχει ο ίδιος στη διάθεσή του.
Πρώτα απ’ όλα, ας θυμηθούμε τι σημαίνει προκήρυξη πρόωρων εκλογών: Πρώτες εκλογές με απλή αναλογική, από τις οποίες δύσκολα θα σχηματιστεί κυβέρνηση. Αν όχι, προκήρυξη νέων εκλογών, οι οποίες θα διεξαχθούν από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Και τελικά δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, με νέο εκλογικό σύστημα που πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα - αν και λιγότερο από όσο στο παρελθόν. Συνολική διάρκεια, περίπου 2 μήνες.
Για να είναι βάσιμο το ενδεχόμενο αυτών των πρόωρων εκλογών, λοιπόν, κατ’αρχάς πρέπει να συντρέχουν 3 προϋποθέσεις:
Πρώτον, να το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες. Δύσκολα φανταζόμαστε προκήρυξη εκλογών με τα σημερινά δεδομένα ή σε μια περίοδο που κυβερνητικές επιλογές θα δέχονται κριτική τόσο από αντιεμβολιαστές όσο και από εμβολιασμένους. Αντιθέτως, μια σχετική ύφεση της πανδημίας - ιδίως αν συνδυαζόταν με αίσθηση επιτυχούς απόκρουσης του τελευταίου κύματος - θα μπορούσε να δημιουργήσει παράθυρο ευκαιρίας. (Εκτός και αν κάποια μετάλλαξη αλλάξει τόσο δραματικά τα δεδομένα, ώστε να αποτελέσει αυτή το εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εκλογές.)
Δεύτερον, να το επιτρέψουν και οι συνθήκες της οικονομίας - κυρίως σε επίπεδο νοικοκυριών. Η κυβέρνηση ιδανικά θα ήθελε οι εκλογές να διεξαχθούν όταν έχουν φτάσει στην τσέπη του πολίτη οι καταγεγραμμένες επιδόσεις της στην ανάπτυξη και οι πόροι που σταδιακά διοχετεύονται στην αγορά (Ταμείο Ανάκαμψης, νέες επενδύσεις, έργα υποδομών, νέα ΚΑΠ κλπ). Και σίγουρα δεν θα ήθελε να διεξαχθούν σε μια περίοδο που θα εκδηλώνονται με τη μεγαλύτερή τους ένταση οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης στις τιμές της ενέργειας αλλά και των προϊόντων στο ράφι - άρα θα πρέπει ή να προλάβει την κορύφωση αυτής της κρίσης ή να περιμένει να περάσει.
Και τρίτον, βέβαια, να συνεχίσουν να δίνουν το πράσινο φως οι δημοσκοπήσεις. Να μην μεταβληθεί, δηλαδή, η σταθερή έως σήμερα δημοσκοπική εικόνα που δίνει στη ΝΔ ευρύ προβάδισμα - συνήθως μεγαλύτερο από την υπέρ της διαφορά στις εκλογές του 2019 - και σοβαρές πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης μετά από διπλές εκλογές.
Αν δεν συντρέχει έστω και μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο εκλογών απομακρύνεται. Αν, όμως, υπάρξει χρονική συγκυρία που να συντρέχουν και οι 3, τότε οι εκλογές γίνονται μια δελεαστική επιλογή για την κυβέρνηση. Που όπως κάθε επιλογή, όμως, έχει τα υπέρ και τα κατά της.
Ας δούμε πρώτα τα υπέρ - πάντα από την πλευρά αυτού που λαμβάνει την απόφαση:
- Αν τα πράγματα είναι καλά ή έστω διαχειρίσιμα και στα δύο πιο κρίσιμα πεδία (πανδημία και οικονομία), το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ παραμένει ευρύ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακάμπτει, τότε πολύ απλά η συγκυρία θα φαίνεται ιδανική για εκλογές και η μη διεξαγωγή τους θα ενέχει πρακτικό ρίσκο για το κυβερνών κόμμα. Όσο περνάει ο χρόνος, ενδέχεται είτε να στραβώσει κάτι από τα παραπάνω είτε να προκύψει άλλη κρίση που να φέρει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.
- Ακόμα περισσότερο, μια τέτοια συγκυρία θα αποτελεί ιδανική - πιθανόν τελευταία - ευκαιρία να «καεί» η απλή αναλογική. Χωρίς πολλά - πολλά, να φύγει από τη μέση ο πιο σοβαρός εκλογικός βραχνάς που έχει μπροστά της η ΝΔ.
- Όσο πιο ισχυρή είναι η ΝΔ όταν γίνουν εκλογές, τόσο περισσότερο θα αντέξει και τις έμμεσες παρενέργειες της απλής αναλογικής: Ιδίως την πιο χαλαρή ψήφο των πρώτων εκλογών, αν προεξοφληθεί ότι δεν θα προκύψει κυβέρνηση. Αλλά και το ότι οι πιθανότατες δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με υπηρεσιακή κυβέρνηση.
- Εκλογές εντός του 2022 σημαίνει εκλογές λίγο πριν ή λίγο μετά τη συμπλήρωση 3ετίας. Άρα, αν το εγχείρημα επιτύχει, θυσιάζοντας περίπου έναν χρόνο της πρώτης θητείας, θα έχει κερδίσει 4 καθαρά χρόνια δεύτερης θητείας. Αξίζει τον κόπο.
- Ένα επιμέρους αλλά εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς θα επηρεάσει ο χρόνος εκλογών το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, που μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αναπτύσσει αξιοσημείωτη δυναμική και εμφανίζεται ακόμα και να απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τη ΝΔ, ποια είναι τα ανησυχητικά ενδεχόμενα; Ή να ξεφουσκώσει αυτή η δυναμική Ανδρουλάκη. Ή, αντιθέτως, να αποδειχτεί τόσο ισχυρή ώστε το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ να περάσει 2ο κόμμα και να εξελιχθεί ενδεχομένως σε πιο επικίνδυνο αντίπαλο. Ή όσο απίθανο κι αν φαίνεται σήμερα, να γίνουν ευρύτερες διεργασίες στην Κεντροαριστερά που να οδηγήσουν σε συνεργασίες. Όσο πιο σύντομα γίνουν οι εκλογές, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να συμβεί κάτι από τα παραπάνω.
- Τέλος, σήμερα δεν καταγράφεται κάποια ιδιαίτερα απειλητική για τη ΝΔ νέα δύναμη στα δεξιά της, όσο περνάει ο χρόνος όμως δεν αποκλείεται αυτό να αλλάξει.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν και σημεία που θα μπορούσαν να προβληματίσουν τον κ.Μητσοτάκη πριν λάβει μια τέτοια απόφαση:
- Το κυριότερο, ίσως, είναι ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δείχνει να αντιμετωπίζει την εξάντληση της 4ετίας ως ζήτημα προσωπικής αξιοπιστίας του.
- Επιπλέον, πρόωρες εκλογές θα προσέκρουαν στην επιθυμία για σιγουριά, σταθερότητα και ασφάλεια που έχουν οι περισσότεροι πολίτες και επιχειρεί να καλλιεργήσει η ΝΔ. Βέβαια, όσο πιο κοντά φτάνουμε στο 4ο έτος της θητείας, τόσο αδυνατίζουν και τα δύο αυτά σημεία προβληματισμού. Άλλωστε, συνήθως η κοινή γνώμη κατά βάθος τελικά κατανοεί τη λήψη ανάλογων αποφάσεων.
- Πρόωρες εκλογές, όμως, πιθανόν να συνεπάγονται και ανεπαρκή χρόνο για την περαιτέρω βελτίωση σε τομείς του κυβερνητικού έργου. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η εμπειρία, αφού ο κυβερνητικός κύκλος βρίσκεται λίγο μετά το μέσον του.
- Ιδιαίτερα είναι δύσκολο να έχει βελτιωθεί η εικόνα της ΝΔ σε συγκεκριμένα κοινά και πρωτίστως στους νέους, όπου καταγράφεται ψυχικό και συναισθηματικό χάσμα που απαιτεί χρόνο και συνεπή στρατηγική προσέγγιση για να γεφυρωθεί.
Όλα τα παραπάνω, συνηγορούν στο ότι δεν υπάρχουν «σίγουρες λύσεις», ούτε φυσικά επιλογές μηδενικού ρίσκου. Όμως, όπως έχει δείξει η Ιστορία, στην πολιτική κερδίζει αυτός που αξιολογεί σωστά τα δεδομένα και ξέρει πότε να παίρνει το ρίσκο του και πότε όχι.
*Ο Άκης Γεωργακέλλος είναι σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής