Από την έναρξη της πανδημίας πριν από δύο χρόνια και καθ' όλη τη διάρκεια της εξέλιξής της, τα παιδιά δείχνουν τον δρόμο για το τέλος αυτού του εφιάλτη, τόσο με την ανθεκτικότητά τους απέναντι στα στελέχη του κορονοϊού, όσο και με τη συμμόρφωσή τους με τα επιβεβλημένα μέτρα προστασίας. Αρχικά τα πρώτα στελέχη μέχρι και το βρετανικό στέλεχος Άλφα δεν πρόσβαλαν τα παιδιά - έδειχναν να έχουν προτίμηση στον ενήλικο πληθυσμό - με αποτέλεσμα να μην έχουμε πολλούς μικρούς ασθενείς, ούτε πολλά δεδομένα για την πορεία της λοίμωξης Covid19 στους λιλιπούτειους.
Όταν η υψηλή μεταδοτικότητα των στελεχών του κορονοϊού που κυκλοφορούσαν στην κοινότητα μας υποχρέωσαν στη λήψη περιοριστικών μέτρων και μέτρων προστασίας, τα παιδιά έδειξαν μία απρόσμενη υπευθυνότητα στον τρόπο με τον οποίο επέστρεψαν στη δια ζώσης εκπαίδευση, καθώς έγιναν παράδειγμα συμμόρφωσης με τους ισχύοντες περιορισμούς. Τον ώριμο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τα «πρέπει» του κορονοϊού τα παιδιά και οι έφηβοι, ανέδειξαν πολλές φορές οι καθηγήτριες παιδιατρικής-λοιμωξιολογίας της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Βάνα Παπαευαγγέλου και Μαρίζα Τσολιά, καθώς και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου. Τα παιδιά αδιαμαρτύρητα φόρεσαν τις μάσκες, ξεκίνησαν να κάνουν τα self-test και πολύ συχνά θύμιζαν στους γονείς τους ότι θα έπρεπε εκείνοι να τηρούν αποστάσεις με τους γύρω τους και να φορούν μάσκα στους συνωστισμούς έξω και στους εσωτερικούς χώρους.
Με τη διάδοση του στελέχους Δέλτα, η εικόνα άλλαξε λίγο και αρχίσαμε να έχουμε νοσηλείες παιδιών, ενώ καταγράφηκαν και κάποιοι θάνατοι-κυρίως παιδιών με υποκείμενα νοσήματα. Επίσης εμφανίστηκε και μία νέα ιατρική οντότητα η long Covid νόσος η οποία ενώ αρχικά έχει εκτιμηθεί ότι αφορούσε ένα στα 1.000 παιδιά τελικά βρέθηκε να πλήττει ένα στα 100 παιδιά, προκαλώντας συμπτώματα όπως κόπωση, κατάθλιψη μυϊκούς πόνους, πονοκεφάλους κι αφήνοντας υπολειμματικές βλάβες στους πνεύμονες και στην καρδιά.
Σε όλη τη διάρκεια των δύσκολων μηνών του κύματος της Δέλτα αλλά και κατά την ανόρθωση του επόμενη κύματος του στελέχους Όμικρον, τα παιδιά έδειξαν απίστευτη πειθαρχία στη σχολική ζωή, τις αθλητικές ακαδημίες, τα φροντιστήρια και τις άλλες δραστηριότητες. Η υπευθυνότητά τους επέτρεψε στα σχολεία να λειτουργήσουν ομαλά με μονοψήφιο αριθμό τμημάτων να κλείνει από τη διασπορά του κορονοϊού σε περισσότερα από 80.000 σχολικά τμήματα που λειτουργούν στην επικράτεια.
Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις όπου κάποιοι γονείς εμμένοντας σε λανθασμένες αντιλήψεις αποφάσισαν να κρατήσουν τα παιδιά τους στο σπίτι αρνούμενοι να τους κάνουν self-test και να τους δώσουν μάσκες να φορέσουν, τα ίδια τα παιδιά επιδεικνύοντας εκπληκτική ωριμότητα ζήτησαν από το σχολείο, τους διευθυντές, τους δασκάλους, τις δημοτικές Αρχές, ακόμα και από την Αστυνομία να μπορέσουν να συμμετάσχουν στη σχολική διαδικασία.
Κατά την ιλιγγιώδη εξάπλωση της Όμικρον στην Ευρώπη και την Αμερική καταγράφηκαν από την αρχή δύο φαινόμενα, με το πρώτο - το καθησυχαστικό - να είναι ότι τα παιδιά νοσούν κατά κανόνα ήπια και δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα, ενώ αν χρειαστεί να νοσηλευτούν, η νοσηλεία κρατάει λίγο και ειδικά για τα βρέφη που είναι κάτω του ενός έτους η εισαγωγή στο νοσοκομείο γίνεται περισσότερο για λόγους παρακολούθησης παρά από το φόβο της ίδιας της λοίμωξης, όπως εξηγεί η καθηγήτρια παιδιατρικής - λοιμωξιολογίας Μαρία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή τα κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν, μοιραία καταγράφηκε και μια αύξηση στον αριθμό των νοσηλειών στις μικρές ηλικίες, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο ακόμα και στη δικιά μας χώρα σε ένα μικρό βαθμό κι αυτό ήταν το 2ο φαινόμενο που άρχισε να δημιουργεί ανησυχίες.
Καθώς οι εβδομάδες περνούν έρχονται καινούργιες μελέτες στο φως, που εξηγούν γιατί τα παιδιά έχουν ήπια συμπτώματα ή περνούν τη λοίμωξη ασυμπτωματικά και γιατί προστατεύονται ιδιαίτερα από τα εμβόλια, υποδεικνύοντάς μας με την οργανική τους αντίδραση τον δρόμο της εξόδου από την πανδημία. Μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία πανεπιστημιακών κέντρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και δημοσιεύθηκε στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Nature Immunology, διαπίστωσε ότι σε παιδιά ηλικίας 3 έως 11 ετών η χυμική ανοσία δηλαδή η ανοσία από τα εξουδετερωτερικά αντισώματα που παράγονται κατά την επαφή με τον ιό είναι παρόμοια στα παιδιά με αυτήν των ενηλίκων. Όμως η κυτταρική ανοσία, αυτή που εμπλέκει τα Τ-λεμφοκύτταρα είναι διπλάσια στα παιδιά σε σχέση με αυτή των ενηλίκων και στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η κυτταρική ανοσία είναι αυτή που χαρίζει μεγαλύτερη διάρκεια στην ανοσία.
Επίσης τα παιδιά εμφανίζουν ένα επιπλέον πλεονέκτημα: Λιλιπούτειοι που ήταν αρνητικοί στον κορονοϊό- δηλαδή δεν είχαν ποτέ έρθει σε επαφή με τον κορονοϊό- βρέθηκαν να έχουν διασταυρούμενη ανοσία σε εποχικούς κορονοϊούς με τους οποίους είχαν έρθει σε επαφή σε προγενέστερα στάδια.
Η υψηλής έντασης και μακράς διαρκείας κυτταρική ανοσία δίνει στα παιδιά το πλεονέκτημα να διατηρούν την άμυνα τους έναντι του κορονοϊού για διάστημα μακρύτερο των έξι μηνών και γι' αυτό άλλωστε ακόμα δεν έχει συζητηθεί στο τραπέζι το ενδεχόμενο της αναμνηστικής δόσης για τα παιδιά κάτω των 18 ετών παρά μόνο για τα ανοσοκατεσταλμένα παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω για τα οποία εγκρίθηκε στη χώρα μας η τρίτη δόση, τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση του βασικού εμβολιαστικό σχήματος.
Τα παιδιά εξαρχής ήταν προστατευμένα από την πανδημία του κορονοϊού. Στην πορεία κατηγορήθηκαν ότι φέρνουν τον ιό μέσα στο σπίτι και θέτουν σε κίνδυνο τους ευπαθείς παππούδες, γιαγιάδες, ακόμα και τους γονείς, με κάθε έρευνα που ολοκληρωνόταν να ενδυναμώνει τη θεωρία ότι ο οργανισμός τους έχει ισχυρούς προστατευτικούς μηχανισμούς και πως η λοίμωξη παραμένει στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα των παιδιών δηλαδή εκδηλώνεται με πονόλαιμο, βήχα, ρινική συμφόρηση, καταρροή και δεν κατεβαίνει προς τα κάτω, προς τον πνεύμονα, να προκαλέσει γενικευμένες βλάβες.
Επιπλέον εκτός από γερό ανοσοποιητικό σύστημα τα παιδιά διαθέτουν ευελιξία, προσαρμοστικότητα και ανθεκτικότητα μεγαλύτερη από αυτή που έχει ο κορονοϊός. Γι αυτό λοιπόν τα παιδιά διατηρούν ζωντανή την ελπίδα πως «αυτό είναι το τελευταίο κύμα και πως ο ιός σύντομα θα γίνει ενδημικός» όπως υποστηρίζει και ο κορυφαίος ανοσολόγος αυτού του κόσμου, ο Δρ. Άντονι Φάουτσι.