Η ταυτόχρονη επίσκεψη της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών σε Αθήνα και Άγκυρα επιβεβαίωσε την ισορροπημένη στάση που τηρεί η Γερμανία ανάμεσα στις δύο χώρες, αν και εσχάτως φαίνεται να υπάρχει μια μικρή -αισθητή σε σχέση με την περίοδο Μέρκελ- μετατόπιση προς τις ελληνικές θέσεις. Μετατόπιση, που είναι απόρροια τόσο της αναζήτησης βηματισμού στην οποία βρίσκεται η Γερμανία, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, όσο και των ενεργειών από πλευράς Ερντογάν, οι οποίες και ενοχλούν κομμάτι της γερμανικής κοινής γνώμης αλλά και του πιο προοδευτικού πλέον κυβερνητικού συνασπισμού.
Η Μπέρμποκ, ως πρόεδρος των «Πρασίνων», είχε ασκήσει σκληρή κριτική προς την Τουρκία, ευρισκόμενη στην αντιπολίτευση, και παρ' ότι προφανώς ως υπουργός Εξωτερικών δεν θα μπορούσε να είναι στον ίδιο τόνο, εντούτοις φαίνεται πως δεν έχει αλλάξει γραμμή στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους Δικαίου. Είναι κάτι που ενοχλεί τη Τουρκία, απ' όπου και αν προέρχεται και φρόντισε ο Τσαβούσογλου να της το διαμηνύσει στο γνωστό ύφος του νταή.
Σχετικά με την επίσκεψή της στην Αθήνα, κρατάμε τρία θετικά: Καταρχήν την αναφορά της στην αυτονόητη μεν ελληνική κυριαρχία των νησιών, επισήμανση ωστόσο που έχει τη σημασία της, όπως και στην στήριξη έναντι της Τουρκίας χωρίς αστερίσκους. Στο γεγονός ότι μίλησε για αλληλεγγύη, την οποία στο παρελθόν η Γερμανία δεν είχε δείξει σε περιόδους κρίσεων απέναντι στην Ελλάδα (κρίση χρέους, μεταναστευτικό, Τουρκία). Και επίσης έχει αξία να επισημάνουμε το γεγονός ότι τόσο η Τουρκία, όσο και η Ελλάδα με τη διπλωματία τους, έχουν αρχίσει να παράγουν ένα θετικό για εμάς αποτέλεσμα, δηλαδή να διαπιστώνονται από ξένους αξιωματούχους, όπως και από τη Μπέρμποκ, αναλογίες στην στάση της συμπεριφοράς της Ρωσίας με εκείνη της Τουρκίας.
Αυτό προσφέρει στην Ελλάδα ένα σημαντικό επιχείρημα: Κάθε φορά που η Τουρκία κινείται με αναθεωρητικό τρόπο εναντίον μας, μπορούμε να συγκρίνουμε τη συμπεριφορά της με όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία από πλευράς του Πούτιν, προκειμένου η επιχειρηματολογία μας να γίνεται πιο κατανοητή από τους εταίρους μας. Αλλά αυτό υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να έχει και συνέχεια, με την υιοθέτηση εκ μέρους των εταίρων μας μίας άλλης στάσης απέναντι στην Τουρκία αναφορικά με τον εξοπλισμό της δεύτερης.
Στο ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, χωρίς να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα, η ελληνική πλευρά έχει αποφασίσει να εξαντλήσει τις νομικές δυνατότητες της χώρας. Στο ερώτημα κάποιων κατά πόσο το τάιμινγκ είναι κατάλληλο, η απάντηση είναι πως ποτέ δεν είναι και πάντα θα είναι. Ποτέ δεν θα είναι γιατί πάντοτε θα υπάρχει κάποιο ζήτημα στο οποίο η Ελλάδα θα επιδιώκει τη στήριξη της Γερμανίας, και πάντα θα είναι επίκαιρο γιατί δεν έχει προκύψει κάποια ικανοποίηση ενός πάγιου ελληνικού αιτήματος. Σε τελική ανάλυση δεν πρόκειται να αλλάξει η στάση του Βερολίνου απέναντι στην δημοσιονομική πειθαρχία ή στα πακέτα στήριξης επειδή η Αθήνα απαιτεί πολεμικές αποζημιώσεις.
Στα εξοπλιστικά, οι Πράσινοι ως αντιπολίτευση είχαν ζητήσει το μπλοκάρισμα της προμήθειας των υποβρυχίων στην Τουρκία, αλλά από όταν εισήλθαν στην κυβέρνηση δεν έχουν κάνει την παραμικρή αναφορά. Ας είμαστε ρεαλιστές: η Γερμανία δεν πρόκειται να κάνει πίσω ως προς την πώληση των έξι υποβρυχίων στην Τουρκία. Τα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα, πρόκειται για συμβόλαια της γερμανικής ναυπηγικής βιομηχανίας, η Άγκυρα είναι ένας πολύ καλός πελάτης και άλλωστε δεν υπάρχουν άλλοι υποψήφιοι αγοραστές.
Όμως όσο η συμπεριφορά της Τουρκίας παραπέμπει ολοένα και περισσότερο στην αντίστοιχη της Ρωσίας, τόσο θα πρέπει να μεγαλώνει ο προβληματισμός -κι εμείς να τον επισημαίνουμε- για το κατά πόσο η αμυντική συνεργασία με την Τουρκία πέρα από τα οικονομικά οφέλη δεν θα ενισχύει τις αποσταθεροποιητικές της ενέργειες επί του πεδίου.
Έτσι έχουν τα δεδομένα. Έχει αξία ωστόσο να κρατήσουμε τη γερμανική διαφοροποίηση απέναντι στην Τουρκία ως προς τα ζητήματα του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτή είναι μεν σημαντική, αλλά όχι δραστική, όμως κανείς δεν πρέπει να αναμένει από τη μια μέρα στην άλλη ότι θα αλλάξει η γερμανική πολιτική του κατευνασμού απέναντι στην Άγκυρα, η οποία εν πολλοίς είναι αποτυχημένη. Η Γερμανία έχει μια «ειδική σχέση» με την Τουρκία.
Η τουρκική κοινότητα στην Γερμανία που αριθμεί 3,5-4 εκατομμύρια και πολλοί από αυτούς πλέον ψηφίζουν, ο μεγάλος αριθμός γερμανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία με πολύ ισχυρό αποτύπωμα (άνω των 6,5 χιλιάδων), η αμυντική συνεργασία, όπως φυσικά και το μεταναστευτικό, εξαιτίας του οποίου μετά το 2015 το Βερολίνο ήταν ακόμη πιο διστακτικό απέναντι στην Άγκυρα.
Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξει άρδην η γερμανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Αν αυτό ποτέ γίνει, κάτι για το οποίο δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα συμβεί, δεν πρόκειται να συμβεί από τη μια ημέρα στην άλλη.
Η μόνη σοβαρή προοπτική στην οποία μπορούμε να επενδύσουμε είναι η πολιτική κατευνασμού του Βερολίνου έναντι της Άγκυρας να εμπλουτιστεί με ισχυρές δόσεις πολιτικής αρχών. Όπως αυτή που επικαλέστηκε τη Παρασκευή η Μπέρμποκ προς την Τουρκία, κάτι που δεν συνέβαινε τόσο εμφατικά τα προηγούμενα χρόνια.
Μια πολιτική αρχών που όχι μόνο δεν επιτρέπει τη λειτουργία της συναλλακτικής διπλωματίας, αλλά προσθέτει και ένα σκέλος αρχών, δεν αφορά μόνο στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η πολιτική αρχών οφείλει να αφορά – και πρέπει να το κάνουμε εμείς να αφορά – τη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι σε άλλα κράτη μέλη, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.
Και ένα πολύ καλό επιχείρημα για να υποστηρίξουμε τη θέση μας είναι όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία και πως η Γερμανία με τη πολιτική που ακολούθησε όλα τα τελευταία χρόνια, και τις μεγάλες αλληλεξαρτήσεις που δημιούργησε με τη Μόσχα, έθρεψε τη ρωσική αρκούδα.
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας, αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1, παρουσιάζει την εκπομπή «Η Ελλάδα στον κόσμο (της)», η οποία προβάλλεται από την πλατφόρμα ΑΝΤ1+