«Για πολλούς, οι γερμανικές εκλογές έχουν ήδη τελειώσει. Η καγκελάριος Angela Merkel θα κερδίσει και η Γερμανία θα αποτελέσει για μια ακόμη φορά την άγκυρα της σταθερότητας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Προσοχή, όμως, διότι ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», προειδοποιούσε ανάλυση που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη στο αμερικανικό δίκτυο CNBC ενόψει της αναμέτρησης της Κυριακής, υπό τον τίτλο «Γιατί οι εκλογές στη Γερμανία έχουν περιθώριο να μας προκαλέσουν μια αρνητική έκπληξη».
Μία ημέρα αργότερα, ο ιστότοπος MarketWatch δημοσίευε τη δική του άποψη, μέσα από μια ανάλυση με τίτλο «Μην αποκαλείτε βαρετές τις γερμανικές εκλογές – Θα μπορούσαν να αποτελούν μια τεράστια στροφή για την Ευρωζώνη». «Μπορούν είτε να δώσουν μια μεγάλη ώθηση είτε να οδηγήσουν σε μια μεγάλη οπισθοδρόμηση», τονίζεται στη συνέχεια.
Αν και κανείς, προφανώς, (ούτε καν ο ίδιος ο Martin Schulz) δεν αμφισβητεί τον επικείμενο θρίαμβο της «σιδηράς καγκελαρίου», που θα είναι ο τέταρτος κατά σειρά, και οι δύο αναλύσεις στέκονται σε ένα σημείο, για να αιτιολογήσουν την ανησυχία τους: Τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, η οποία είναι επίσης βέβαιο ότι θα προέλθει από τη συμμαχία της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) με ένα ή περισσότερα κόμματα.
Εξάλλου, η Γερμανία δεν έχει γνωρίσει ποτέ στη μεταπολεμική της ιστορία μονοκομματική κυβέρνηση. CDU-CSU και Σοσιαλδημοκράτες (SPD) πότε συνεργάζονταν μεταξύ τους (κάτι που συνέβη δύο φορές τα τελευταία 12 χρόνια) και πότε με μία από τις δύο ή και με τις δύο μικρότερες πολιτικές δυνάμεις οι οποίες πάντοτε προσφέρονταν να παίξουν τον ρόλο του κυβερνητικού εταίρου – των Φιλελευθέρων (για την ακρίβεια, των Ελεύθερων Δημοκρατών-FDP) και των Πρασίνων.
Τι θα συμβεί, λοιπόν, αυτή τη φορά; Ποιος ή ποιοι θα καθίσουν δίπλα στην Merkel στο επόμενο υπουργικό συμβούλιο; Και τι θα σημαίνει αυτό τόσο για τους Γερμανούς όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς η Γερμανία αποτελεί αναμφίβολα την ισχυρότερη χώρα και την ατμομηχανή των εξελίξεων;
«Κάθε νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι υπέρ της Ε.Ε, όμως θα υπάρχουν τεράστιες διαφορές αναφορικά με το πώς θα θελήσει να αναμορφώσει την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης», δήλωσε χαρακτηριστικά στο MarketWatch ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING, Carsten Brzeski.
Αν και είναι γεγονός ότι οι κάλπες κρύβουν πάντοτε εκπλήξεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι τα σενάρια είναι δύο και... μισό – με δεδομένο, φυσικά, ότι είναι σχεδόν απίθανο να συγκεντρώσουν πλειοψηφία ούτε το SPD, οι Πράσινοι και η Αριστερά (που ακόμη κι αν τη συγκεντρώσουν δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεργαστούν...), ούτε όμως και η CDU-CSU με τους Πράσινους (ένα ακόμη υποθετικό σενάριο).
Έτσι, πρακτικά, το πρώτο σενάριο αφορά στην ανανέωση του «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στην CDU-CSU και το SPD, που δεν λέει να ξεκολλήσει από την περιοχή του 22%. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη συνεργασία της Merkel με το FDP, που ανακάμπτει δυναμικά έχοντας μείνει εκτός βουλής για τέσσερα χρόνια. Όσο για το... μισό παραπέμπει στην «Τζαμάικα», δηλαδή τη συγκρότηση ενός σχήματος που θα αποτελείται από τρία κόμματα, τα χρώματα των οποίων συνδυάζονται στην σημαία της συγκεκριμένης χώρας: Μαύρο για την CDU-CSU, κίτρινο για το FDP και φυσικά πράσινο για τους Πράσινους.
Η «Τζαμάικα»
Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο, που δεν έχει επαναληφθεί ποτέ στην σύγχρονη ιστορία. Παρά το ότι οι Πράσινοι δεν διαθέτουν πλέον σχεδόν κανένα από τα αριστερά-ριζοσπαστικά στοιχεία των πρώτων χρόνων τους, αλλά και το γεγονός ότι η Merkel έχει ακολουθήσει μια πολιτική αρκετά φιλική προς το περιβάλλον (απόφαση για κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, με παράλληλη ενίσχυση του ρόλου των ΑΠΕ, έτσι ώστε να αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα τις επόμενες δεκαετίες), υπάρχουν δύο σημεία τα οποία καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη μια τέτοια σύμπραξη – ειδικά δε ανάμεσα σε Πράσινους και FDP.
Το ένα έχει να κάνει με την οικονομική και φορολογική πολιτική εντός Γερμανίας. Έχοντας συντριβεί στα «βράχια» της κρίσης την περίοδο 2009-2013, όταν συγκυβέρνησαν με την Merkel αλλά απέτυχαν παταγωδώς να εφαρμόσουν την ατζέντα τους για δραστική μείωση των φόρων και περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, οι Φιλελεύθεροι διαμηνύουν ότι αυτή τη φορά δεν θα κάνουν πίσω σε κανένα από τα δύο. Μόνο που οι θέσεις τις οποίες πρεσβεύουν οι Πράσινοι στα συγκεκριμένα θέματα είναι αντίθετες, καθιστώντας γρίφο για την καγκελάριο κάθε προσπάθεια συγκερασμού τους – πολύ περισσότερο που έχει να συνυπολογίσει και τους Βαυαρούς του Horst Seehofer, οι οποίοι μάλλον κλίνουν περισσότερο προς τις απόψεις του FDP.
Όσο για το άλλο, αφορά στο μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ, όπου επίσης η απόσταση ανάμεσα σε Πράσινους και FDP μοιάζει να είναι αγεφύρωτη.
Ένας στους τρεις θέλει «μαύρο» και «κίτρινο»
Έτσι, μάλλον αναγκαστικά, η Merkel θα αναγκαστεί να επιλέξει έναν από τους άλλους δύο δρόμους. Κι αυτό, βεβαίως, στην περίπτωση που οι συσχετισμοί που θα βγάλουν οι κάλπες της το επιτρέψουν, μιας και είναι πιθανό CDU-CSU και FDP να μην συγκεντρώνουν την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή αυτή να είναι οριακή – κάτι που σχεδόν αυτομάτως την αποκλείει, μιας και οι Γερμανοί προτιμούν τις ισχυρές κυβερνήσεις.
Εάν οι αριθμοί βγαίνουν, πάντως, τότε το σενάριο της συγκυβέρνησης ανάμεσα στους δύο παραδοσιακούς εταίρους – έχει επαναληφθεί τις περιόδους 1949-''57 και 1961-''66 (αρχικά με τον Konrad Adenauer και, στο τέλος, με τον διάδοχό του Ludwig Erhard), 1982-''98 (επί Helmut Kohl) και 2009-''13 – ασφαλώς θα εξεταστεί σοβαρά. Άλλωστε, με βάση δημοσκόπηση για λογαριασμό του περιοδικού Der Spiegel, αυτό είναι το σχήμα που προτιμά ο ένας στους τρεις Γερμανούς -έναντι 15,6% που επιθυμεί τη συνέχιση του υπάρχοντος συνασπισμού, 13,4% που προκρίνει «Τζαμάικα» και 16,3% που θέλει συνεργασία CDU-CSU με τους Πράσινους.
Εδώ, αναμφίβολα, το δυσκολότερο σημείο δεν θα είναι η πολιτική που θα ακολουθηθεί εντός συνόρων, αλλά εκτός αυτών και ειδικά για την Ευρώπη. Οι Φιλελεύθεροι, για παράδειγμα, όπως έχει κατ'' επανάληψη δηλώσει ο επικεφαλής τους Christian Lindner, ναι μεν υποστηρίζουν την ιδέα της ευρωπαϊκής νομισματικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, αλλά θέτουν ως προϋποθέσεις γι'' αυτό την εφαρμογή μιας ακόμη πιο σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής για όλες τις χώρες, της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης. Σημειώνουν δε ότι όσοι δεν αντέξουν – για παράδειγμα, η Ελλάδα) θα πρέπει να αποχωρήσουν χωρίς πολλά-πολλά από την Ευρωζώνη.
Η άποψη αυτή, όμως, αν και κάποια περίοδο (ως τα τέλη του 2016) είχε πολλούς οπαδούς εντός της CDU-CSU, σήμερα φαίνεται πως αποτελεί μειοψηφία, καθώς δεν αποτελεί κυρίαρχη επιλογή ούτε της γερμανικής ελίτ – όπως δείχνει, εξάλλου, και η «μεταστροφή» του Wolfgang Schaeuble.
Η σιγουριά του «μεγάλου συνασπισμού»
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι περισσότεροι επιμένουν ότι η ανανέωση της θητείας του «μεγάλου συνασπισμού», δηλαδή της συνεργασίας CDU-CSU και SPD, είναι σχεδόν μονόδρομος. Όπως σημειώνουν, εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι δοκιμασμένος στην πράξη και δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, ενώ θα θεωρηθεί και ως μήνυμα συνέχειας και εμπιστοσύνης προς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Μόνο που και εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ολοένα αυξανόμενη απροθυμία των Σοσιαλδημοκρατών να συμμετέχουν εκ νέου σε ένα τέτοιο σχήμα, φοβούμενοι ότι θα τους κοστίσει ακριβά. Δικαίως, σε μεγάλο βαθμό, μιας και μετά από τέσσερα ακόμη χρόνια στην «σκιά» της Merkel και του Schaeuble (ή του διαδόχου του) θα τους δώσει τη χαριστική βολή και, στις επόμενες εκλογές, θα κινδυνεύσουν να χάσουν και την τρίτη θέση!
Βεβαίως, εδώ υπάρχει και η πιθανότητα να προστεθούν σε ένα τέτοιο σχήμα και οι Πράσινοι, κάτι που θα αλλάξει κάπως τα δεδομένα και θα κάνει τους Σοσιαλδημοκράτες πιο πρόθυμους για συνεργασία. Όμως, αυτή η πιθανότητα είναι πολύ μικρή, αν όχι αμελητέα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη των περισσότερων – εκτός των άλλων, επειδή θα άφηνε ελεύθερο πεδίο για αντιπολίτευση στην Αριστερά και την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), δηλαδή τα δύο θεωρούμενα ως «άκρα» του γερμανικού πολιτικού σκηνικού.
Τι θα συμβεί, λοιπόν, τελικά; Προφανώς, πρέπει να περιμένουμε πρώτα από όλα τα αποτελέσματα που θα βγάλει η κάλπη. Στη συνέχεια δε, ίσως βρεθούμε προ μακρόχρονων διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, που δεν αποκλείεται να διαρκέσουν και ως το τέλος του έτους, παρατείνοντας τη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα.
Γιώργος Παυλόπουλος
Φωτογραφίες από Wikimedia Commons
Photo by Sean Gallup/Getty Images/ Ideal Image