Επικαλούμενος την περίπτωση της Ελλάδας η οποία είχε αποκτήσει το 1999 πυραύλους S-300 από τη Ρωσία, μέσω Κύπρου, προσπάθησε να δικαιολογήσει ο Τούρκος πρόεδρος τη συμφωνία για την αγορά πυραύλων S-400, γεγονός που έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της Ουάσινγκτον.
«Και η Ελλάδα έλαβε πυραύλους S-300 από τη Ρωσία, όμως κανένας δεν είπε τίποτα τότρε» δήλωσε ο Ταγίπ Ερντογάν σε συνέντευξή του στο Bloomberg, κατα τη διάρκεια της οποίας τοποθετήθηκε αναλυτικά τόσο για θέματα της τουρκικής οικονομίας όσ και για τις σχέσεις της χώρας του με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Σε ερώτηση αν η Τουρκία είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα για την απόκτηση των S-400, με δεδομένο ότι υπάρχουν φωνές στις ΗΠΑ που ζητούν κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας σε περίπτωση που προχωρήσει η αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος, ο Ταγίπ Ερντογάν, τόνισε χαρακτηριστικά: «Αυτή τη στιγμή έχουμε την ελευθερία, την ανεξαρτησία να αγοράσουμε τις αμυντικές μας ανάγκες από συμμάχους, από οποιαδήποτε χώρα. Αν δεν μπορούμε να τα πάρουμε από τις ΗΠΑ, αν η Γερουσία δεν μας το επιτρέπει, ή το Κογκρέσο δεν μας το επιτρέπει, δεν θα βρούμε μια λύση μόνοι μας; Φυσικά θα βρούμε μια λύση μόνοι μας. Αυτή τη στιγμή έχουμε προετοιμαζόμαστε για τα απαραίτητα βήματα που πρέπει να κάνουμε».
Υπενθυμίζεται πάντως ότι η περίπτωση των S-300 που απέκτησε η Ελλάδα είναι τελείως διαφορετική από αυτή των τουρκικών S-400, παρά τους παραπλανητικούς ισχυρισμούς Ερντογάν.
Συγκεκριμένα η συμφωνία για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-300, υπογράφηκε το 1997, μεταξύ της κυπριακής και ρωσικής κυβέρνησης και όχι της Ελλάδας.
Οι τουρκικές αντιδράσεις, ήταν έντονες και άμεσες, ενω δεν άργησαν να μετατραπούν σε ευθείες απειλές για ένα νέο Αττίλα, απαιτώντας την οριστική ακύρωση της ρωσοκυπριακής συμφωνίας για τους S-300.
Έτσι τελικά οι S-300 κατέληξαν στην Κρήτη, προκειμένου να κατευναστεί η Τουρκία.