Τα ηθικοκοινωνικά ζητήματα που αφορούν την παρακολούθηση της διασποράς του νέου κορονοϊού, αναδεικνύει η νέα σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, η οποία έχει ως αντικείμενο την ιχνηλάτηση των κρουσμάτων του ιού και των επαφών τους.
Παρουσιάζοντας τις μεθόδους ιχνηλάτησης που χρησιμοποιούνται στη χώρα μας και διεθνώς, οι οποίες βασίζονται σε εκτεταμένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η Επιτροπή θέτει το ερώτημα πώς η εφαρμογή αυτών των μεθόδων μπορεί να συμβιβάσει την αναχαίτιση της εξάπλωσης της πανδημίας με την προστασία της ιδιωτικότητας των πολιτών.
Η σύσταση, με βάση τις εισηγήσεις της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων Covid-19 της Επιτροπής Βιοηθικής, αφού εκθέτει την ισχύουσα νομοθεσία, καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις, στις οποίες επισημαίνεται ιδίως:
- Η σημασία της αναγκαίας συναίνεσης των πολιτών στην εφαρμογή οποιασδήποτε μεθόδου ιχνηλάτησης.
- Η διατήρηση της μη αυτοματοποιημένης ιχνηλάτησης ως κύριας εφαρμογής, με κατ' εξαίρεση μόνο υιοθέτηση των ψηφιακών εφαρμογών και υπό τον όρο της εκούσιας συμμετοχής των πολιτών.
- Η ανάγκη συγκέντρωσης όλων των δεδομένων ιχνηλάτησης υπό τον έλεγχο του ΕΟΔΥ, ως του μόνου αρμόδιου οργάνου για τη δημόσια υγεία.
- Η σημασία της θέσπισης ενιαίου νομοθετήματος για την ιχνηλάτηση, με συγκεκριμένες εξειδικεύσεις της προστασίας της ιδιωτικότητας για την περίπτωση της πανδημίας, στο πλαίσιο που ορίζει ο κανονισμός GDPR της ΕΕ.
- Η ανάγκη ανάθεσης αυξημένων αρμοδιοτήτων στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του συστήματος ιχνηλάτησης.
Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή αναφέρει ότι «η υποβολή των κρουσμάτων στη διαδικασία της διερεύνησης ή/και ιχνηλάτησης και η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ατόμου που αντλούνται στο πλαίσιο αυτής, προϋποθέτουν κατ' αρχήν την ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει συναίνεση των ατόμων που συμμετέχουν, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Η επιμονή στον εθελοντικό χαρακτήρα της συμμετοχής αυτής είναι κρίσιμη, καθώς ενισχύει την ατομική ευθύνη των πολιτών. Κατ' εξαίρεση, χωρίς τη συναίνεση των υποκειμένων των δεδομένων, η επεξεργασία μπορεί να είναι θεμιτή μόνον α) όταν πρόκειται για επεξεργασία ανώνυμων δεδομένων και β) σε ειδικές περιπτώσεις νοσημάτων (π.χ. νόσος Έμπολα) ή/και καταστάσεων (π.χ. μεγάλη δυναμική διασποράς), που βεβαιώνονται με καθορισμένη διαδικασία από θεσμοποιημένο διεπιστημονικό σώμα, ανεξάρτητο από την εκτελεστική εξουσία».
Τονίζει ακόμη ότι «η παραδοσιακή μέθοδος ιχνηλάτησης επαφών, χωρίς την χρήση ψηφιακών μέσων αυτόματης επικοινωνίας, πρέπει να αποτελεί τη βάση της στρατηγικής, για τρεις λόγους: α) επειδή η ανθρώπινη επαφή με εκπαιδευμένο προσωπικό εξασφαλίζει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία, β) επειδή είναι ασφαλέστερη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και γ) επειδή δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις των τελευταίων ή την κατοχή ειδικού εξοπλισμού, όπως συμβαίνει με τις ψηφιακές εφαρμογές».
Αναφορικά με την υιοθέτηση ψηφιακών μεθόδων, υπογραμμίζει ότι «δικαιολογείται εκεί όπου οι μέθοδοι αυτές μπορούν να προσδώσουν σημαντικά πλεονεκτήματα στην όλη διαδικασία της ιχνηλάτησης έναντι της παραδοσιακής μεθόδου και υπό τον όρο της συναίνεσης ύστερα από κατάλληλη πληροφόρηση των πολιτών. Οι ψηφιακές μέθοδοι, καθώς δεν διαμεσολαβούνται από τον ανθρώπινο παράγοντα, μπορεί να είναι χρήσιμες, ιδίως για την αποφυγή εσφαλμένων ευρημάτων της μη ψηφιακής ιχνηλάτησης. Η εθελοντική τους χρήση από τους πολίτες θα μπορούσε να συνδυασθεί με μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και ευχέρεια πρόσβασης των τελευταίων σε δημόσιους χώρους (ταξίδια, θέατρα, κινηματογράφους, αθλητικούς χώρους κλπ.), αφού η ιχνηλάτηση των επαφών εκεί θα εξασφαλιζόταν αυτόματα».
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Επιτροπή, «οι εφαρμογές που θα επιλεγούν, πρέπει α) να παρέχουν εγγυήσεις ακρίβειας στον εντοπισμό των κρουσμάτων και στην αυτοματοποιημένη επικοινωνία με τις επαφές τους και τις αρμόδιες αρχές (ΕΟΔΥ, ΓΓΠΠ) και β) να δημιουργούν τους λιγότερους δυνατούς κινδύνους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων».
Ακόμη, η σύσταση αναφέρει ότι χρειάζεται ειδική νομοθεσία που «να ορίζει ότι ο ΕΟΔΥ, ως ο κατ' εξοχήν αρμόδιος οργανισμός δημόσιας υγείας σε εθνικό επίπεδο, είναι ο κάτοχος όλων των δεδομένων που αφορούν τη διερεύνηση κρουσμάτων και την ιχνηλάτηση των επαφών, και έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές βάσεις δεδομένων, ανεξαρτήτως πηγής προέλευσης». Επίσης πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα επεξεργασίας των δεδομένων για άλλους σκοπούς, εκτός αν αυτά ανωνυμοποιούνται.