Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αναμφίβολα θα αποτελέσει σημείο καμπής στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και ισορροπιών στη γηραιά ήπειρο αλλά και πέραν αυτής. Εξίσου όμως σημαντικά συμπεράσματα θα προκύψουν και για τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων καθώς μετά από δεκαετίες δύο σύγχρονοι στρατοί συμμετείχαν σε σύγκρουση υψηλής έντασης, σε ένα ευρωπαϊκό πεδίο μάχης, με χρήση πληθώρας συγχρόνων οπλικών συστημάτων και με ελάχιστη εκατέρωθεν διάθεση επίδειξης αυτοσυγκράτησης.
Η άντληση στρατιωτικών συμπερασμάτων (lessons learned) είναι μια επίπονη εργασία αλλά ακόμη δυσκολότερη είναι η ενσωμάτωση τους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ενδιαφερόμενου και σε συνάρτηση πάντα με τις απειλές που αυτός αντιμετωπίζει. Δηλαδή όλα αυτά τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν θα πρέπει προσεκτικά να ενταχθούν στο εξοπλιστικό πρόγραμμα, τη συγκρότηση, την εκπαίδευση και το δόγμα των ενόπλων δυνάμεων για ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό περιβάλλον και για καθορισμένες απειλές.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων -ειδικά στα αρχικά στάδια- ενδέχεται, λόγω της ομίχλης του πολέμου, να είναι προβληματική. Μια ατελής και επιφανειακή εξέταση των γεγονότων, όπως αυτά -για προπαγανδιστικούς λόγους- παρουσιάζονται στα μέσα ενημέρωσης, μπορεί να είναι παραπλανητική και άρα επικίνδυνη.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η σθεναρή αντίσταση των Ουκρανών έχει αναζωπυρώσει συζητήσεις για την αξία της παλλαϊκής άμυνας (και ορθά), καλά εξοπλισμένης με σύγχρονα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά φορητά όπλα ακόμη και σε βάρος της ύπαρξης ενός πολυδάπανου ενεργού στρατεύματος. Η θεώρηση αυτή παραγνωρίζει την ύπαρξη του οργανωμένου ουκρανικού στρατού που αμύνεται εδώ και εβδομάδες σθεναρά και επιτυχώς έναντι των ρωσικών επιθέσεων στη γραμμή αντιπαράθεσης των δύο εξεγερμένων επαρχιών του Donbas. Η τηλεοπτική εστίαση στον «πόλεμο των πόλεων» όπου κυριαρχούν εικόνες επίστρατων εθνοφρουρών και εθελοντών δεν αποδίδει τη συνολική εικόνα.
Επίσης παρά τη σχετική ευκολία χειρισμού ορισμένων σύγχρονων όπλων, οι γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρίες που αποκτούνται με τη στρατιωτική θητεία αποτελούν βασική προϋπόθεση (προαπαιτούμενο) σωστής αξιοποίησης των οπλικών συστημάτων. Σε τελευταία ανάλυση, αποφασισμένοι εθνοφύλακες και εθελοντές μπορούν να αυξήσουν υπέρμετρα το κόστος των επιχειρήσεων του αντιπάλου, μπορούν ακόμη και να «αρνηθούν» την πρόσβαση του σε ορισμένες περιοχές αλλά δύσκολα μπορούν να αποφέρουν την αποφασιστική νίκη που θα τον οδηγήσει στη συνθηκολόγηση, υποχώρηση ή εγκατάλειψη της προσπάθειας του αντιπάλου. Απαραίτητη -για πολλούς λόγους- η παλλαϊκή άμυνα αλλά ως συμπληρωματική δύναμη (δυνάμεις εθνοφυλακής) σε ένα ισχυρό ενεργό στρατό με στενή συνέργια και από τον καιρό της ειρήνης προετοιμασία, εκπαίδευση και διαδικασίες κινητοποίησης.
Ούτε όμως η προμήθεια πληθώρας φορητών αντιαρματικών και αντιαεροπορικών κατευθυνομένων βλημάτων και η διασπορά τους σε εκατοντάδες ομάδες εξασφαλίζει την αναχαίτιση των εχθρικών τεθωρακισμένων την αντιμετώπιση της εχθρικής αεροπορίας. Ενίοτε η επιτυχία των αντιαρματικών όπλων δεν βασίζεται μόνο στην πραγματική ευστοχία αυτών των όπλων αλλά και στην αποτυχημένη τακτική χρησιμοποίηση των τεθωρακισμένων από τον αντίπαλο που χωρίς συνοδεία πεζών μαχητών τα στέλνει ως εύκολη λεία σε ακατάλληλους χώρους. Ακόμη και τα μικρού βεληνεκούς αντιαεροπορικά συστήματα των Αιγυπτίων στον πόλεμο του Yom Kippur απώλεσαν την αποτελεσματικότητα τους όταν βρέθηκαν εκτός της αντιαεροπορικής «ομπρέλας» που παρείχαν τα αναπτυγμένα στη δυτική όχθη της διώρυγος, δυσκίνητα αντιαεροπορικά συστήματα μέσου βεληνεκούς.
Αναμφίβολα, οι άριστες επιδόσεις ενός οπλικού συστήματος σε συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων και με συγκεκριμένο αντίπαλο δεν σημαίνει ότι θα επαναλαμβάνονται εσαεί. Συχνά, η επανάληψη δοκιμασμένων «συνταγών» επιφέρει την απώλεια του αιφνιδιασμού καθώς οι παρακολουθούντες τις εξελίξεις προχωρούν στην υιοθέτηση αντιμέτρων. Παράλληλα ο «νικητής» της προηγούμενης σύγκρουσης επαναπαύεται στις «δάφνες» του και σύντομα γεύεται αυτό που ο στρατιωτικός αναλυτής Luttwak έχει αποκαλέσει η «αποτυχία της επιτυχίας».
Πάντως διαφαίνεται μια τάση εγκατάλειψη της ολιγομελούς κλασσικής ομάδος μάχης των 6 έως 9 μαχητών και την αντικατάσταση της από ένα διπλασίου μεγέθους τμήμα (περί τους 15 μαχητές) με πολλαπλάσια ισχύ, εξοπλισμένων με φορητά αντιαρματικά, αντιαεροπορικά όπλα ακόμη και με δια χειρός εκτοξευόμενα μη επανδρωμένα αεροσκάφη με δυνατότητα αναγνώρισης αλλά και προσβολής «μαλακών» στόχων. Εννοείται ότι η νέα ενισχυμένη ομάδα θα έχει συνεχή αξιόπιστη αμφίδρομη επικοινωνία και ανταλλαγή στοιχείων με προϊστάμενα και γειτονικά κλιμάκια στο πλαίσιο της αποκαλούμενης σήμερα δικτυοκεντρικής διοίκησης.
Από την άλλη πλευρά του λόφου, στη Ρωσία, είναι προφανής η παντελώς λανθασμένη εκτίμηση των ικανοτήτων του αντιπάλου και κυρίως της βούλησης αντίστασης των ενόπλων δυνάμεων, του λαού και της ηγεσίας. Η βασική αυτή αστοχία συμπαρέσυρε πληθώρα σχεδιασμών και οδήγησε σε ολέθρια αποτελέσματα στα πεδία των μαχών αλλά και πέραν αυτών. Για τους λόγους αυτής της αστοχίας μόνο εικασίες μπορεί να γίνουν που επικεντρώνονται στην τάση οργάνων των συγκεντρωτικών καθεστώτων να τείνουν να παρέχουν εκτιμήσεις και πληροφορίες αρεστές προς τις ηγεσίες αλλά και στη διαδεδομένη τάση υποτίμησης του αντιπάλου και απόρριψης κάθε ένδειξης ενέργειας του μη συμβατής με το δικό μας τρόπο σκέψης.
Συνέπεια των παραπάνω λανθασμένων εκτιμήσεων ήταν να περιοριστεί η δραστικότητα του πρώτου πλήγματος που θεωρητικά θα έπρεπε εντός των πρώτων 48 ωρών, να έχει εξαρθρώσει πλήρως τουλάχιστον την ουκρανική αεροπορία, την αεράμυνα, τα στρατηγεία και τα κέντρα επικοινωνιών. Η καθυστέρηση αυτή υπήρξε καθοριστική καθώς έδωσε τη δυνατότητα επιβίωσης πολλών κρισίμων οπλικών συστημάτων που εν συνεχεία διασπαρθήκαν και ενεπλάκησαν επιτυχώς στον αγώνα.
Επιπρόσθετα και ένεκα των λανθασμένων εκτιμήσεων, η προικοδότηση των πολλαπλών κατευθύνσεων επιθέσεως με δυνάμεις και μέσα, αποδείχθηκε μάλλον ανεπαρκής. Στην εξέλιξη των επιχειρήσεων φάνηκε ότι δεν υπήρξε ετοιμότητα για εκμετάλλευση της προσπάθειας που ευοδώνονταν -μάλλον στο νότιο τομέα- ενώ ακατανόητη διστακτικότητα επιδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Οι επί μέρες ακινητοποιημένες φάλαγγες χιλιομέτρων, χωρίς ουσιαστικά μέτρα ασφαλείας, δύσκολα μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο από δυσκολίες υποστήριξης ή άγνοιας του εδάφους (παρεμπίπτοντος το ίδιο δυσκολοδιάβατο έδαφος υπάρχει στη γειτνιάζουσα Ρωσία).
Αναπόφευκτα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα μιας γενικότερης αδυναμίας διεξαγωγής σύγχρονων διακλαδικών επιχειρήσεων υψηλής έντασης από στρατεύματα που διακρίνονται από μη ικανοποιητική εκπαίδευση, μαχητών αλλά και στελεχών. Φαίνεται ότι ακόμη και ο σκληροτράχηλος ρωσικός στρατός έχει μερικώς απολέσει την ικανότητα αποτελεσματικής εμπλοκής στο βάναυσο εκ του σύνεγγυς αγώνα που χαρακτηρίζει τις επιχειρήσεις σε κατοικημένους τόπους. Επιπρόσθετα διαφαίνεται η τάση και του ρωσικού στρατού, όπως και όλων των δυτικών στρατών, να βασίζονται στην παροχή εντατικών πυρών υποστηρίξεως, που αποσκοπούν στην άρση των εστιών αντίστασης του αντιπάλου και στην εν συνεχεία προχώρηση των δικών τους τμημάτων υπό την προστασία της θωράκισης των αρμάτων και οχημάτων μεταφοράς προσωπικού.
Η τακτική αυτή ειδικά στους κατοικημένους τόπους, που αποτελούν πλέον την πλειονότητα των πεδίων μαχών, απαιτεί μακροχρόνια εκπαίδευση, ειδικό εξοπλισμό και δεν εγγυάται την αποφυγή της αγριότητας του εκ του εγγύς αγώνα. Σε αυτούς τους αγώνες ο αποφασισμένος γηγενής, αμυνόμενος για τα πάτρια εδάφη, καλά εκπαιδευμένος και ορθά εξοπλισμένος μαχητής, διαθέτει σημαντικά τακτικά πλεονεκτήματα.
Η ενάσκηση της διοικήσεως και ο έλεγχος των μαχόμενων τμημάτων βασίζεται πρωτίστως στις ασφαλείς και αξιόπιστες επικοινωνίες. Τα ρωσικά στρατεύματα, από την σύγκρουση της Γεωργίας (2008) απέδειξαν σοβαρές αδυναμίες σε θέματα επικοινωνιών. Παρά την ύπαρξη πολλαπλών συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου φαίνεται ότι δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν -στον επιθυμητό βαθμό- τις δικές τους επικοινωνίες. Η μη εξουδετέρωση των ουκρανικών επικοινωνιών στα ανώτερα τουλάχιστον κλιμάκια, ενδεχομένως να δύναται να αποδοθεί μερικώς στις εναλλακτικές δυνατότητες που παρασχέθηκαν από δυτικά συστήματα.
Ενδείξεις υπάρχουν και για τη μη ικανοποιητική λειτουργία του ημερήσιου ρεύματος εφοδιασμού του ρωσικού στρατού. Είναι γεγονός ότι η πρωτόγνωρη -ακόμη και για τα ρωσικά δεδομένα- κινητοποίηση, προκάλεσε σημαντικές δυσλειτουργίες που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν στην πραγματική τους κλίμακα από τον καιρό της ειρήνης. Η υπάρχουσα τάση για διεξαγωγή χαμηλής έντασης συγκρούσεων ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα των εχθροπραξιών δρα καταλυτικά σε βάρος της επαρκούς διοικητικής μέριμνας. Ειδικά τα πανάκριβα πυρομαχικά για πλήγματα ακριβείας είναι περιορισμένα ενώ συχνά τα σύγχρονα αλλά μη επαρκώς δοκιμασμένα στην πράξη οπλικά συστήματα αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών ή επιρρεπή σε πληθώρα βλαβών.
Μπορεί λοιπόν ενίοτε η σύγχρονη τεχνολογία να αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων αλλά η καινοτομία και εφευρετικότητα καθιστούν εμπορικές τεχνολογίες και συσκευές, πολλαπλασιαστές ισχύος των διαφόρων υφισταμένων οπλικών συστημάτων. Απλά μη επανδρωμένα συστήματα του εμπορίου κατόρθωσαν να μεταδίδουν σε real time εικόνες των αντιπάλων επιτρέποντας τη στοχοποίηση από μονάδες πυροβολικού, την εκτίμηση των ζημιών αλλά και την άμεση προπαγανδιστική εκμετάλλευση του χτυπήματος. Έξυπνη χρήση εφαρμογών κινητών τηλεφώνων επέτρεψε την επικοινωνία μεταξύ μονάδων (μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά το 2006 με ιδιαίτερη επιτυχία από τη Hezbollah) του ουκρανικού στρατού ενώ αντίθετα απρόσεκτη χρησιμοποίηση οδήγησε σε αφανισμό τμημάτων εκατέρωθεν.
Συνοψίζουμε καταφεύγοντας σε γνωστές ρήσεις φημισμένων στρατηγιστών. Ο πόλεμος είναι ένας πραγματικός χαμαιλέων που διαρκώς αλλάζει όψεις (Clausewitz). Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις το πάθος και η βία συνεχίζουν να κυριαρχούν και αυξανομένης της διάρκειας και του διακυβεύματος των συγκρούσεων η βαρβαρότητα εκτοπίζει σταδιακά τον ανθρωπισμό και τις τάσεις αυτοσυγκράτησης (Creveld). Από εδώ και πέρα οι στρατιωτικές στρατηγικές και τακτικές θα καθίστανται πολύ σύντομα απαρχαιωμένες και θα απαιτείται η συνεχής αναθεώρηση τους και προσαρμογή τους στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις (Buzan).
Ο πόλεμος λοιπόν συνεχίζει να αποτελεί μια πραγματικότητα που δεν αποτρέπεται με ευχολόγια, διακηρύξεις και καλές προθέσεις. Η αρχή της αυτοβοήθειας εξακολουθεί να έχει πρωτεύουσα σημασία χωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται κανένας συντελεστής ισχύος. Το ηθικό διατηρεί τη σημασία του ενώ η ρεαλιστική εκπαίδευση είναι κομβικής σημασίας. Αναγκαίος και ο εξοπλισμός αλλά εξίσου απαραίτητη και η συνεχής ανησυχία και προσπάθεια καινοτομίας και αιφνιδιασμού με χρήση νέων τεχνολογιών και πειραματισμών στα πεδία των ασκήσεων από «ανήσυχα» πνεύματα. Αναμφίβολα όμως όλα αυτά προϋποθέτουν στέρεες οικονομικές βάσεις και ευρεία αντίληψη των απειλών και κυρίως αποδοχή ανάληψης των ευθυνών και κινδύνων από τους κυβερνώντες και την κοινωνία.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα), Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).